22 C
Athens
Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024

Cinobo: Το ελληνικό Netflix ψηφίζει Art κινηματογράφο 

Από τη Θεσσαλονίκη και από μια 27χρονη, τη Δάφνη Μπεχτσή, ξεκίνησε το όνειρο για το Cinobo, μια ελληνική πλατφόρμα α λα Netflix. Aλλά με Art και σπάνιες ταινίες, ελληνικές και ξένες. Και συνεχίζει ακάθεκτο, προσελκύοντας τους δυναμικούς Έλληνες σινεφίλ.

Γράφει ο Παύλος Ηλ.Αγιαννίδης 

Την ώρα που μπήκε σε εφαρμογή το σχέδιο εγκλεισμού μας, λόγω κορονοϊού, στις 12 Μαρτίου δηλαδή, γεννιόταν (για την ακρίβεια έβλεπε το πρώτο φως στο… Διαδίκτυο) και το ελληνικό Netflix.


Βαφτισμένο, άμα τη γεννήσει του: CINOBO (ή www.cinobo.gr). CInema NO Borders. 

Με το στοιχείο του Σινεμά να κυριαρχεί στο όνομα. Και ποιου σινεμά. Εκείνου που μάλλον έχει αφήσει έξω από την δική του, υπερεπιτυχημένη, παγκόσμια πλέον πλατφόρμα Netflix ο ελληνικής καταγωγής διευθυντής Προγράμματος και πανίσχυρος του αμερικανικού θεάματος Τεντ Σαράντος. Δηλαδή, του κινηματογράφου τέχνης. Του πιο art, πιο queer, πιο «ειδικού». Εκείνου που λατρεύουν οι Έλληνες σινεφίλ. Εκείνου που κάποτε δόξαζαν στις ελληνικές σκοτεινές αίθουσες. 

Ανεξάρτητο σινεμά. Ντοκιμαντέρ. Ιστορικό, εμβληματικό σινεμά, τότε που τα κινηματογραφικά όνειρα και οι «εκρήξεις» (του Αντονιόνι) γράφονταν στο πανί. Φεστιβαλικές ταινίες. LGBQT ταινίες (σε ιδιαίτερη κατηγορία). 

Όταν πρωτοέμαθα, μέσα στην καραντίνα, ότι ξεκίνησε αυτό το art ελληνικό Netflix, με σύνθημα «Σινεμά δίχως όρια», έσπευσα να ξαναδώ την εμβληματική «Ιστορία έρωτα κι αναρχίας» της μεγάλης Λίνας Βερτμίλερ. 


Υπέροχη εικόνα, σχεδόν σαν σημερινή, εξαιρετικός ήχος (για να ακούγεται το Canzone Arrabbiata). Κι ένας Τζαν Κάρλο Τζανίνι γοητευτικός, καθηλωτικός, με όπλο τα μάτια του. 

Προσπάθησα να ξαναβρώ μια σερβική ταινία που είχα δει στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το 2008. Το εξαιρετικό «Turneja» (Περιοδεία) του Γκόραν Μάρκοβιτς, με άξονα ηθοποιούς του Εθνικού Θεάτρου Βελιγραδίου που περιοδεύουν μέσα στον πόλεμο, ξεκινώντας με μπουλβάρ του Μαριβώ και καταλ΄γοντας, φοβισμένοι, δίπλα σε ένα ναρκοπέδιο να απαγγέλλουν «Αντιγόνη». 

Δεν το βρήκα. Αλλά βρήκα πλείστες όσες ταινίες του Φεστιβάλ. Και ντοκιμαντέρ. Και καταπληκτικές κόπιες του Τσάρλι Τσάπλιν. Και Τριφό. Και τη θρυλική «Δασκάλα του πιάνου». Όταν τα έψαχνα πρώτη σε προτιμήσεις ταινία στην πλατφόρμα Cinobo ήταν το «Honeyland: Στη Γη του Άγριου Μελιού», από τη Βόρεια Μακεδονία. Κοίτα τι βλέπουν οι ψαγμένοι σινεφίλ (το ομολογώ), σκέφτηκα από μέσα μου. Και το είδα. Κι έπειτα είδα και την αργεντίνικη «Αγελάδα που έπεσε από τον ουρανό», με τον εξαιρετικό Ρικάρντο Νταρίν. 


Ψάχνοντας ανακάλυψα ότι εκεί υπάρχει και η χαμένη «Επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά» του Πάνου Κούτρα (πέρα από το «Xenia» του), ιδανική για καλτ θεάσεις. Και πάμπολλα αγαπημένα ελληνικά. 

Πίσω από κάθε τέτοιο εγχείρημα, πάντα υπάρχει ένας άνθρωπος με όραμα. Κι έψαξα να την βρω. Ιδού, λοιπόν. Κυρίες και κύριοι, η «ψυχή» του Cinobo, Δάφνη Μπεχτσή. Μια 27χρονη Θεσσαλονικιά με όραμα κινηματογραφικό. Και χρήσιμη εμπειρία. 

Κόρη του Χρήστου Μεχτσή, δημιουργού της αλυσίδας βιντεοκλάμπ Seven (Seven Spot), αλλά και της Seven Films. «Τρελός σινεφίλ», όπως μου λέει η Δάφνη Μπεχτσή. Και η ίδια; «Δεν θα με χαρακτήριζες hardcore σινεφίλ. Δεν είμαι και καμιά κινητή εγκυκλοπαίδεια του κινηματογράφου. Τώρα τα μαθαίνω, χάρη και στους εξαιρετικούς συνεργάτες μου». 

Κάπου δύο χρόνια πριν είχε αποφασίσει να το σχεδιάσει και να βρει τρόπο να γίνει πραγματικότητα το όραμά της για το Cinobo. Που υλοποιήθηκε, φευ, την ίδια ημέρα που αποφασίστηκε το lockdown.  


Αν και ο σπόρος είχε πέσει στη Γη («του άγριου μελιού»…) από τα εφηβικά της χρόνια, όταν δούλευε σε βιντεοκλάμπ της οικογένειάς της. Στα 16 βρέθηκε στη Βρετανία για να σπουδάσει Βιολογία. Έκανε έρευνα στη Μοριακή Παρασιτολογία. Εστίασε στα παράσιτα που οδηγούν στην ελονοσία, δούλεψε δύο χρόνια σε ανάλογα εργαστήρια κι έκανε το διδακτορικό της στη Γλασκώβη. 

«Κάποια στιγμή», μου λέει, «θέλησα να κάνω στροφή. Ύστερα από όλα αυτά. Και ήταν η στιγμή που αποφάσισα να στήσω αυτό το όραμα στα πόδια του». Πήγαινε και στις αγορές μεγάλων κινηματογραφικών φεστιβάλ, στις Κάννες, στο Βερολίνο. Κι έβλεπε έως και έξι ταινίες την ημέρα.  

«Εκεί, είδα πόσο περιεχόμενο υπάρχει. Από το ανεξάρτητο σινεμά. Και είδα και το κενό που υπήρχε στην Ελλάδα σε αυτόν τον τομέα», λέει. Ξέροντας κι εκείνη πως, όσο και να μην το πιστεύουν οι πολλοί που «ψηφίζουν» Χόλιγουτντ, υπάρχει στα μέρη μας ένα ευρύ και δυναμικό κοινό των σινεφίλ. Που αγαπούν και κυνηγούν τις art ταινίες. 

Ήρθε σε επαφή με πολλούς – και δυναμικούς – Έλληνες διανομείς ταινιών. Μικρούς αλλά θαυματουργούς στις… επιλογές τους. Βρήκε ανεξάρτητους παραγωγούς που συναντούσε στα φεστιβάλ έξω. Έριξε βάρος στα διαμάντια του Νέου Ελληνικού Σινεμά. «Θέλουμε να είμαστε και το αποκούμπι για δημιουργούς ή παραγωγούς, που δεν βρίσκουν χώρο στις κινηματογραφικές αίθουσες». 


«Υπάρχει τόσο πολύ και καλό υλικό. Κι εμείς το ανεβάζουμε, συνεχώς. Σαν να βάζουμε ταινίες στα ράφια». Και αυτό με συνδρομή, χαμηλότερη του Netflix. Μηνιαία. 

Πάντα σε όσο το δυνατόν καλύτερες, σε εικόνα και ήχο ή αποκαταστημένες, κόπιες. «Έχουμε πολλά σκαλοπάτια ακόμη και θα τα ανεβούμε σιγά σιγά», λέει η Δάφνη Μπεχτσή. Και exclusive («αποκλειστικές») ταινίες και video on demand, με προβολές κατά παραγγελία και ό,τι άλλο. Και αφιερώματα, όπως στον Νοτιοκορεάτη Μπονγκ Τζουν-Χο των βραβευμένων «Παρασίτων». Και – μετά τον εγκλεισμό μας – εκδηλώσεις στον φυσικό χώρο των κινηματογράφων. «Να βγουν οι συνδρομητές μας στην  αίθουσα. Και να δείξουμε στο νεότερο κοινό ότι αυτό που νομίζουν σήμερα ξεπερασμένο είναι προσιτό και διαθέσιμο», μου λέει. 

Το καλύτερο για την 27χρονη Δάφνη Μπεχτσή είναι πως «μας έμαθε πια το κοινό μας, που αυξάνεται διαρκώς. Και μας αγαπάει». Όσο και το σινεμά, άραγε; 


Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης
Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης
Από τη Γερμανική Σχολή Αθηνών, βρέθηκε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης να σπουδάζει Κτηνιατρική! Ενώ, στο μεταξύ, ξεκίνησε μια δημοσιογραφική πορεία, που κρατάει τέσσερις δεκαετίες, από την ιστορική «Ακρόπολη», με το… νυφικό της Νταϊάνας, στο διεθνές τμήμα της εφημερίδας (λόγω γλωσσών). Νοέμβριο του 1981 ξεκίνησε να εργάζεται στο Γραφείο Βορείου Ελλάδος των εφημερίδων «ΤΑ ΝΕΑ» και «ΤΟ ΒΗΜΑ». Συνεργάστηκε με τον «Ταχυδρόμο» και το «Marie Claire», σε μεγάλες συνεντεύξεις και με το Ραδιόφωνο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης «Ράδιο 105». Αλλά και ως ανταποκριτής της Σουηδικής Ραδιοφωνίας και σε ρεπορτάζ με το «60 Minutes» του αμερικανικού τηλεοπτικού δικτύου CBS. Συμμετείχε στην πρώτη συντακτική ομάδα του περιοδικού «Δίφωνο», με τον «Ιστό» και πέρασε από την ΕΣΗΕΜΘ στην ΕΣΗΕΑ. Όταν, στην Αθήνα πλέον από το 1991, πέρασε στην αρχισυνταξία του Πολιτιστικού Τμήματος της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ», πρώτα υπό τη διεύθυνση του αείμνηστου Λέοντα Β.Καραπαναγιώτη. Εξέδωσε τα βιβλία «Αληθινά παραμύθια», «Με μουσικές εξαίσιες, με φωνές» και τη συλλογή διηγημάτων «Καπετάν Άγρα και Παραμυθίας γωνία». Συνεργάστηκε με τους ραδιοσταθμούς Innersound, Mood Radio και πλέον με το LaVitaRadio και με τον ιστότοπο Protagon.gr και από τον Ιούνιο του 2020 με το πολιτιστικό youfly.com.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ακολουθηστε μας
65,000ΥποστηρικτέςΚάντε Like
13,090ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
11,546ΑκόλουθοιΑκολουθήστε

ΔΗΜΟΦΙΛΗ