Από την εμφάνιση των αρχαίων Ελλήνων κλασσικών ποιητών και μετά δεν έχουν σταματήσει οι κάθε λογής μεταποιητικές σκηνοθετικές παρεμβάσεις (ιδίως από το 19ο αιώνα και μετά που υπάρχει η σκηνοθεσία ως ιδιότητα). Από τον 16ο αιώνα έως τον 21ο έχουν ανέβει περίπου 7000 παραστάσεις αρχαίου δράματος και ο αριθμός όλο και θα μεγαλώνει. Στην Ελλάδα, ειδικότερα, στην εθνική θεατρική μας πασαρέλα, ήτοι Επίδαυρος, βλέπουμε κάθε χρόνο να ανεβαίνουν μόνο αρχαιόθεμα έργα, με τους παλιούς κριτικούς να μην αντιλαμβάνονται τις θεατρικές εξελικτικές ιδιαιτερότητες και να μιλούν για σπίλωση του ιερού χώρου της Επιδαύρου.
Το αρχαίο δράμα είναι «κτήμα» ολόκληρης της ανθρωπότητας
Αυτό που διαφεύγει σε αρκετούς ειδικούς ή μη, είναι το γεγονός πως το αρχαίο δράμα δεν έχει ελληνικούς τίτλους εθνικής ιδιοκτησίας και ουσιαστικά είναι «κτήμα» ολόκληρης της ανθρωπότητας. Επίσης, το αρχαίο δράμα, δεν παρουσιαζόταν ως επί το πλείστον, στο θεραπευτήριο της Επιδαύρου, αλλά στο θέατρο του Διόνυσου κατά τη διάρκεια δραματικών αγώνων. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν πως οτιδήποτε ανεβαίνει στην Επίδαυρο, εμπεριέχει μια μίξη του απόντος αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού συναρτήσει του σύγχρονου. Οπότε, οι όποιες σκηνικές πρακτικές ενέχουν μια διαπολιτισμική αποτύπωση, την αρχαία και τη νέα.
Βέβαια στην προσπάθεια αναδιατύπωσης του εθνικού αφηγήματος, η μεγαλύτερη μερίδα των Ελλήνων κυρίως σκηνοθετών(όχι όλων εννοείται), αναπαράγει την Ροντήρια σκηνική αποτύπωση μια παλαιό- Γερμανικής αλα Ράινχαρτ σκηνοθετικής Γραμμής, χωρίς οι περισσότεροι να το αντιλαμβάνονται. Έτσι βλέπουμε κοστούμια μεσοπολεμικής αντίληψης με αρβύλες συνήθως(sic) πικροθρηνωδούσες Αντιγόνες, Ηλέκτρες κλπ. Χωρίς καμία σκηνοθετική καινοτομία. Παράλληλα, οι όποιες καινοτομίες υπάρξουν αντιμετωπίζονται μέσα από μια «πολιτισμική δυσκοιλιότητα» που καθιστά την παράσταση ακατάλληλη για την εθνική θεατρική μας πασαρέλα. Ειρήσθω εν παρόδω από την θεατρική πασαρέλα περνούν κατά καιρούς τραγουδιστές, μοντέλα και κάθε λογής «υποσχόμενα ταλέντα». Το αίτημα της ιερότητας του χώρου από διάφορους φρουρούς της εθνικής μας προβολής καθιστά αδύνατη την οποιαδήποτε ετεροτοπική θεατρική αποτύπωση. Έτσι, όταν ανεβάζει ο Γουίλσον έναν Οιδίποδα με γκέι αισθητική, διαβάλλει την ελληνικότητα της Επιδαύρου· ενώ όταν ανεβαίνει μια Ηλέκτρα με σταρ ηθοποιούς που οι περισσότεροι παίζουν στις Άγριες Μέλισσες(σημειωτικά μιλώντας εννοείται δεν υφίσταται θέμα με τους συγκεκριμένους ηθοποιούς) αλλά χωρίς καμία σκηνοθετική καινοτομία, είναι πολιτικά και αισθητικά ορθή.
Σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε πως η σκηνή ως ετεροτοπικός χώρος έχει ανάγκη από μεταιχμιακούς σκηνοθετικούς ορίζοντες, οι οποίοι δεν θα καρπώνονται την λανθάνουσα αντίληψη ότι εμείς ως Έλληνες, μόνο, μπορούμε να καταλάβουμε το κείμενο (στην πραγματικότητα δεν μπορούμε). Όταν λέμε μεταιχμιακό, δεν εννοούμε μια προπαγάνδα που συνέχει το αρχαιόθεμο έργο και αναμηρυκάζει την παράδοση, αλλά μια παράσταση – πρόταση που θα οδηγήσει στη ρήξη με την παράδοση αυτή. Κάτι που σίγουρα αποτελεί πρόκληση για κάθε σκηνοθέτη και γι’ αυτό αποφεύγεται συνήθως. Ακόμα και όταν επιχειρείται κάτι ανάλογο βλέπε σκηνοθεσίες Μαρμαρινού του τοποθετούμε το πέπλο του μεταμοντέρνου και εξασφαλίζουμε την βεβαιότητά μας. Στον αντίποδα παραστάσεις όπως αυτή του Λιγνάδη (Πέρσες) με το φίλημα του Παρθενώνα, τα στασίδια και την ερασμιακή προφορά ά και τυα μπουζούκια, καταχειροκροτήθηκε τονώνοντας το εθνικό συναίσθημα.
Η όποια παράσταση προβάλλεται ως άλλο ένα καλοκαιρινό επεισόδιο στην Επίδαυρο
Από τους τίτλους των φετινών παραστάσεων Αντιγόνη, Φιλοκτήτης, Ηλέκτρα διαπιστώνουμε ότι θα ακολουθηθεί η πεπατημένη. Θα είχε ενδιαφέρον, ίσως, να ανέβαινε στην Επίδαυρο μια ή δυο παραστάσεις ανά δυο ή τρία χρόνια ώστε ο κόσμος να επιζητά το κάτι διαφορετικό και να μη «γεμίζει» κάθε καλοκαίρι από Σοφοκλή, Αισχύλο και Ευριπίδη· με τους ανάλογους σταρ που είναι στη μόδα. Στη σημερινή εποχή, δεν απασχολεί και πολύ τι ακριβώς έγινε στον πόλεμο Αθήνας- Σπάρτης ώστε να το τονίσουμε τόσο πολύ. Στο «τραγικό» ενυπάρχει το ανεπανόρθωτο πλέον με τα σύγχρονα μέσα το ανεπανόρθωτο μπορεί να αντικατασταθεί από λογής λογής λύσεις και να παρουσιαστεί με σύγχρονη ματιά.
Συμπερασματικά, επειδή άλλο είναι η τραγωδία και άλλο το τραγικό, οι μεγάλες δραματικές συγκρούσεις δεν προκαλούν το δέος, την αριστοτελική κάθαρση αν προτιμάτε, που προκαλούσαν τα αρχαία χρόνια. Η όποια παράσταση προβάλλεται ως άλλο ένα καλοκαιρινό επεισόδιο στην Επίδαυρο, που δύσκολα θα αποτυπωθεί στη μνήμη. Κάθε νέο έργο που παρουσιάζεται κοινότυπα δεν δημιουργεί νέα ιστορικότητα και δεν θέτει νέους νόμους ανάγνωσης, ή όπως θα έλεγε και ο Ricoeur «δεν ανανοηματοδοτεί το παρόν και δεν ανανοηματοδοτείται από αυτό». Έτσι αν υποθέσουμε πως υπάρχει το σύγχρονο τραγικό στοιχείο, αυτό ακυρώνεται μέσα στο εθνικό φαντασιακό αφήγημα που προάγουν οι παραστάσεις που κατά κανόνα, παρουσιάζονται στην Επίδαυρο και οι οποίες δεν είναι «αντιαφηγηματικές» όπως του Γουίλσον ή μεταμοντέρνες όπως του Μαρμαρινού και φροντίζουν το αστικό κοινό να πάει σπίτι του ήσυχο καθώς έχει δει μια ακόμα παράσταση στην Επίδαυρο και έχει καλύψει το εθνικό του συναίσθημα και την κουλτουριάρικη επαφή του με το θέατρο.
Εάν επιθυμείτε να σχολιάσετε το παραπάνω άρθρο ή οτιδήποτε άλλο στο Youfly, επισκεφτείτε τη σελίδα μας στο Facebook. Ή στείλτε μας μήνυμα στο Twitter. Για φωτογραφικό υλικό και ιστορίες, μεταβείτε στο Instagram μας.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του παρόντος άρθρου, χωρίς αναφορά, με ενεργό σύνδεσμο (link) Youfly.com