Τέρμα οι αόριστοι πρόλογοι και η εντυπωσιοθηρία που πάντα διχάζει τη λαοθάλασσα σε ναυάγια. Σπεύσανε κύματα, σπεύσανε θανάσιμα ρεύματα. Σπεύσανε κριτές των πάντων και μας έβγαλαν εκτός διαγωνισμού. Ενός διαγωνισμού εκτός ορίων, εκτός ελέγχου και εκτός απρόοπτου. Αφού είπαμε όλα τα εντός που πρέπει να περιλαμβάνει ένας τρομοκράτης καθησυχασμός.
Φορέθηκε και το μακρύ και το κοντό μανίκι μας. Είπαμε τόσες φράσεις, που φτιάχνουμε -το συντομότερο δυνατόν- συλλεκτικό τόμο αποφθεγμάτων, επάνω σε μια από τις κρισιμότερες κρίσεις της εθνικής και πάντοτε ανοιχτής πληγής: Ξεχάσαμε πως ψήνει ο ήλιος το ψωμί και ψήσαμε το ψάρι στα χείλη του εγκλεισμού.
Με χειλάκια πετροκέρασα που ρητώς και κατηγορηματικώς απαγορεύονται να φιλούν, λιθοβολούμε τον μικρόκοσμό μας και ζούμε μεγαλεία. Μεγαλεία που πια θα μεγαλώνουν με γραμμές υποστήριξης. Με συμπεριφορές που θα φέρονται με το γάντι, με το στανιό ή εν πάσει περιπτώσει με άκρα μυστικότητα ρομαντισμού. Με τις νέες γενιές να ψάχνουν την αθωότητα στην αντικερί της πατρίδας τους. Στο “Μοναστηράκι” όλου του κόσμου. Του όποιου κόσμου καταφέρει και μείνει αλώβητος.
Για τους αόριστους, τους εξόριστους, τους ευπαθείς, τους εμπαθείς και τους βαθιά λαβωμένους πολίτες μιας αγέρωχης τυραννίας. Για τους ανθρώπους που στο τέλος-τέλος δεν φοβούνται την πανδημία της νέας αρχής και την ψηλαφούν εις πείσμα οποιουδήποτε κινδύνου. Για τους ανθρώπους που στον απεριόριστο χρόνο κάνουν το στοχασμό τους προσευχή, εις πείσμα οποιασδήποτε απιστίας, κάνουν το ένστικτό τους διαίσθηση ζωντάνιας για να μάθουν να ζουν έστω και τώρα ευγνώμονες. Και το ξέρουν πια λαμπρά πως επόμενος αλώβητος δε θα υπάρξει.
Μάριος Λεβέντης