Κάθε αρχή και ανελέητη. Ένα παραπάνω αυτή η αρχή, που βλέπουμε κατ’ εξαίρεση μόνο το τέλος της. Με την έναρξη να συνεχίζει να παραμένει αντικείμενο του πόθου των “ημερών”. Που λίγο λείπει να γίνει η Ιδέα. Λίγο λείπει να γίνει όραμα, αξία. Μια αξία που μας απαξιώνει και μας περιφρονεί, ναι – μας περιφρονεί, χωρίς να το θέλει.
Η έναρξη, η επανένταξη στο άτακτο και ζωηρό τμήμα της καθημερινότητας σε πολύ λίγο θ’ αποτελεί ιδανικό. Θα γίνει το πλέον προσδοκώμενο όλων. Που πιθανόν θα μισήσει τα λουκέτα και θα καταραστεί τα κλειδιά. Που θα κουραστεί να κάνει τη δίαιτα των ανακοινώσεων: Μία πρόταση πρωτεϊνών να φεύγει η μέρα και κάμποσες θερμίδες φόβου το βράδυ, όπου θα απογειώνουν τα μεσάνυχτα. Κι ενώ θα ρέψει από αδυναμία το ανθρώπινο σύστημα, το απάνθρωπο θα δωρίσει τα σπάνια αιμοπετάλια του για να σώσει τους θριάμβους.
Τους θριάμβους που βρίσκονται πάντα ένα βήμα μπροστά και περπατούν με τα μοκασίνια των σβέλτων συμπερασμάτων. Τρέχουν σ’ ένα δρόμο από στατιστικές. Με αριθμούς που δεν αντιστοιχούν σε συνδρομητή της τρέχουσας ανάγκης μας. Τρέχουν, όπως τρέχει το άπιαστο παιδί: αυτή η ατίθαση επανεκκίνηση, που δύσκολα θα κατευνάσει το πνεύμα της. Γιατί το νέο ξεκίνημα είναι από μόνο του στοχαστικό. Έστω και ως ιδέα. Έστω και ως πιθανότητα, ως ενδεχόμενο.
Αλλά η τόση η φασαρία στην επιβεβλημένη κοινή ησυχία μας, πεθύμησε τους ψιθύρους. Εκείνες τις κοφτές χαμηλόφωνες ευχές που μοιάζουν με μικρά μυστικά κι αποδεικνύονται ελιξίριο για την ακεραιότητα της υγείας μας. Αποδεικνύονται στόχοι. Κι έχουν μια ιερότητα, μια ταπεινότητα σα να ξεκινάνε τώρα την πρώτη παράφορη πράξη τους. Με την πιθανότητα, με την ιδέα, με το ενδεχόμενο να πάνε όλα καλά ως την τελευταία ανελέητη άρση του εφιάλτη που δεν είχε, δεν έχει κι ούτε θ’ αποκτήσει αρχές.
Μάριος Λεβέντης