11 C
Athens
Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024

Τρία χρόνια χωρίς την αγαπημένη μας Αρλέτα

Σαν σήμερα, πριν τρία χρόνια ακριβώς, η Αρλέτα πήρε αγκαλιά την «Σερενάτα» της, έβαλε ένα τελευταίο «Βatida de coco» και έκλεισε πίσω της την πόρτα του «Μπαρ του Ναυάγιο» μια για πάντα.

Γράφει η Τζωρτζίνα Ντούτση

Ήταν 8 Αυγούστου του 2017 όταν η Αρλέτα άφησε την τελευταία της πνοή στην εντατική του «Αγία Όλγα» μετά από σοβαρά προβλήματα υγείας. Συγκεκριμένα, τους τελευταίους εκείνους μήνες η Αρλέτα νοσηλευόταν στη ΜΕΘ του νοσοκομείου έχοντας υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο και έμφραγμα. Ήταν 72 ετών.

Ακόμα θυμάμαι την πρώτη μου γνωριμία με την Αρλέτα και μάλιστα το άγχος που πέρασα ήδη από τη στιγμή που κανονίστηκε το ραντεβού για τη συνέντευξή μας. Και αυτό συνέβη για δύο λόγους:

Πρώτα από όλα, η Αρλέτα έδινε σπάνια συνεντεύξεις. Όσον με αφορά, δυο φορές της πρότεινα συνέντευξη, την τρίτη τελικά δέχτηκε να μου μιλήσει.  

Και επίσης, η Αρλέτα ήταν από τους… δύσκολους συνομιλητές. Αυτό που σκεφτόταν θα το έλεγε όποιος και αν ήταν απέναντί της. Αν δε, ένιωθε ότι χάνει το χρόνο της μαζί σου, πρώτα θα στο έδειχνε και πριν προλάβεις να πάρεις το μήνυμα, η συζήτηση θα έληγε με συνοπτικές διαδικασίες.

Μέρες προτού της μιλήσω για πρώτη φορά λοιπόν, τη μελετούσα για ώρες. Τόσο το έργο της όσο και τη ζωή της. Ήθελα να είμαι όσο πιο διαβασμένη γίνεται, να την κερδίσω, να μην της κάνω τετριμμένες ερωτήσεις και χάσει το ενδιαφέρον ή να με… ξεπετάξει στο πεντάλεπτο.

Τα πρώτα δευτερόλεπτα της γνωριμίας μαζί της, η σοβαρή, τυπική και κοφτή φωνή της, η απουσία ενός μειδιάματος  που μάταια περίμενες για να βολιδοσκοπήσεις διαθέσεις,  αρκούσαν για να σου ψαλιδίσουν τα φτερά και να νιώσεις ότι βαδίζεις πάνω σε ένα στρώμα πάγου με βήματα αργά, σταθερά, μαλακά για να μην επέλθει η καταστροφή.

Οπότε στιγμιαία πήρα μια απόφαση που θα έκρινε τα πάντα. Ή θα κέντριζα το ενδιαφέρον της, δείχνοντας ότι έψαξα σε βάθος για εκείνη ή θα την έχανα… Διάλεξα λοιπόν να ξεκινήσω την κουβέντα με μια αναφορά στην πρώτη συνέντευξη που έδωσε ποτέ στη ζωή της στο περιοδικό «Ο Ταχυδρόμος» στα τέλη του Δεκεμβρίου του 1966 και τον δημοσιογράφο Γιώργο Πηλιχό. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στις 7 Ιανουαρίου 1967. Ούσα νεαρή και άγνωστη ακόμα, η τραγουδοποιός έκανε την είσοδο της στη δισκογραφία με το «Μια φορά θυμάμαι» σε μουσική του σπουδαίου Γιάννη Σπανού και στίχους του Γιώργου Παπαστεφάνου. 

Και τότε η Αρλέτα «φωτίστηκε», μαλάκωσε και διέκρινα στη φωνή της μια γλυκιά νοσταλγία της νιότης, των πρώτων βημάτων της στο χώρο της μουσικής και στο άκουσμα αγαπημένων συνεργατών της… Την είχα ξεκλειδώσει…

Αφού μου άπλωσε –διστακτικά στην αρχή- το χέρι, την «πήγα» σε μέρη και στιγμές που αγαπούσε και εκεί την ακολούθησα στα μονοπάτια της ζωής της. «Πήγαμε» έως τα Εξάρχεια, την «πατρίδα» της, «περάσαμε» έξω από την «Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών» και της ζήτησα να μου μιλήσει για το άλλο μεγάλο πάθος της, τη ζωγραφική. Μάλιστα εκείνη τη στιγμή μου έκανε και μια αναπάντεχη αποκάλυψη: 

«Tα δυο πρώτα πράγματα που ήθελα να κάνω δεν τα έκανα τελείως. Το πρώτο πράγμα, ήθελα να γίνω σκιτσογράφος και μάλιστα είχα δημοσιεύσει στην Αθηναϊκή ένα σκίτσο. Το άλλο, ήθελα να γίνω δημοσιογράφος. Όμως, ουσιαστικά ήθελα να σπουδάσω ζωγραφική και αυτό έκανα. Στα 14-15 μου ήθελα να γίνω δημοσιογράφος. Από τότε δεν το ξανασκέφτηκα, άλλωστε είχα και μια δυσκολία να δίνω συνεντεύξεις, δεν μου άρεσε».

Η Αρλέτα με τίμησε και την ευχαριστώ για αυτό. Η κουβέντα μας διήρκεσε 45 λεπτά με την ίδια να μου αφήνεται, να χαλαρώνει και τελικά να κουβεντιάζουμε ειλικρινά, σαν φίλες από τα παλιά. Μου άνοιξε την πόρτα και με άφησε να κοιτάξω μέσα στη ζωή της. Αυτοσαρκάστηκε. Γέλασε. Αναπόλησε. Μου έδειξε τον καθημερινό εαυτό της και μου επέτρεψε να τη γνωρίσω καλύτερα. Μου εξομολογήθηκε τα όνειρά της. Έκανε την αυτοκριτική της αλλά και τον απολογισμό της. Και στο τέλος μου μίλησε για το θάνατο… το δικό της θάνατο…

Επιτρέψτε μου να μοιραστώ μαζί σας, μερικά αποσπάσματα από εκείνη την κουβέντα μας, σε πρώτο πρόσωπο, σε μια αφήγηση εκ βαθέων από την ίδια την Αρλέτα.

Η Αρλέτα μέσα από τα λόγια της…

– «Δεν μιλούσα πολύ γενικώς, μέχρι 21 ετών δεν μιλούσα καθόλου, ήμουν ελαφρώς… μουγκό. Μετά πήρα «περπατησιά» και μάλλον έλεγα περισσότερα από ό,τι έπρεπε μερικές φορές…».

– «Ποτέ δεν επεδίωξα καριέρα και δεν νομίζω ότι έχω καριέρα. Ποτέ στη ζωή μου δεν επεδίωξα κασέ, αυτοπροβολή».

– «Άρχισα να τραγουδάω το ’66 και το ’67 έγινε η χούντα. Χρωστώ σε κάποιους ανθρώπους. Αναφέρω τον Σπανό γιατί μου έδωσε τα πρώτα επιτυχημένα μου τραγούδια και ίσως τη μεγαλύτερη επιτυχία που είχα ποτέ το Μια φορά θυμάμαι, το Λάκη Παπαδόπουλο ο οποίος μου έδωσε τη δεύτερη μεγάλη μου επιτυχία τη Σερενάτα, και τον εαυτό μου που έδωσε την τρίτη Το Μπαρ το Ναυάγιο».


– «Είναι λάθος να με ταυτίζουν με το Νέο Κύμα, έχω κάνει τρεις δίσκους με το Νέο Κύμα  και περίπου 18 έξω από αυτό. Δεν σταμάτησα τη δισκογραφία μου με το Νέο Κύμα. Το κυρίως σώμα της είναι εκτός Νέου Κύματος. Δεν μου αρέσουν οι ταμπέλες, τις σιχαίνομαι. Εγώ τώρα μπορεί να αποφασίσω να γίνω ναυτικός, τρελή είμαι ότι θέλω κάνω». 

– «Το τραγούδι έχει βοηθήσει τους Έλληνες πάρα πολύ όπως και ο κινηματογράφος που τον κοροϊδεύαμε όταν ήμαστε παιδιά. Εγώ όταν είχα τις μαύρες μου δεν άκουγα εμένα, άκουγα Βουγιουκλάκη. Μου έκανε πολύ καλό, αυτή η φρεσκάδα που είχε. Τα χαρούμενα δεν είναι και χαζοχαρούμενα ντε και καλά».

– «Δεν θεωρώ ότι έχασα τίποτα. Αν και αυτά που έκανα ήταν μόνο για να χάνω. Αυτό που μου κάνει εντύπωση, και ειδικά τα τελευταία χρόνια το κατάλαβα καλύτερα μετά την αρρώστιά μου, είναι ότι με αγαπάει ο κόσμος. Και επίσης με ακολουθούν πολλοί νέοι και αυτό πάλι μου κάνει εντύπωση».

– «Για τις ιστορίες που λέω… Είχα έναν μπάρμπα που ήταν στρατηγός. Και μου έμαθε να λέω παραμύθια από πολύ μικρή […]Το παραμύθι για εμένα είναι τρόπος ζωής […] Πάντα από μικρή μπορούσα να ψυχαγωγήσω τον εαυτό μου και αυτός ήταν και ο τρόπος που κατάφερα να ψυχαγωγήσω και τους άλλους παρόλο που ήμουν πάρα πολύ κλειστός άνθρωπος».

– «Τα παιδιά τα αγαπάω με έναν τρόπο όπως αγαπώ τις ζωγραφιές και το τραγούδι. Δεν έχω την ευθύνη τους γιατί είναι άλλων τα παιδιά. Δικά μου παιδιά δεν ήθελα ποτέ να έχω, ήμουν πολύ ευθυνόφοβη για να έχω δικά μου».

– «Έχω γεννηθεί στην Αγίου Κωνσταντίνου στην Ομόνοια, όπου έζησα μέχρι 12 χρόνων. Μετά πήγα στα Εξάρχεια όπου και πέρασα όλη μου τη ζωή και θεωρώ ότι είναι και η πατρίδα μου. Έζησα 50 τόσα χρόνια εκεί. Έφυγα από εκεί γιατί το σπίτι μου έπρεπε να φτιαχτεί και δεν μπορούσα να το φτιάξω. Για διάφορους λόγους. Ήρθα στην Κυψέλη γιατί είχα ανθρώπους γνωστούς μου κοντά. Όλη μου τη ζωή την έχω ζήσει στο Τρίγωνο του Θανάτου». 

– «Είμαι πάρα πολύ μοναχικός άνθρωπος, πάντα ήμουν. Τώρα επειδή δεν μπορώ να πολυβγαίνω, έχω κινητικά προβλήματα, είμαι ακόμη περισσότερο».

– «Όλη μου τη ζωή έτσι ήμουν από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου και όλοι με κοιτάζανε σαν ένα περίεργο παιδί σε σημείο που το πίστεψα κιόλας. Αλλά δεν ήμουν, μια χαρά παιδί ήμουν. Απλώς έκανα πράγματα που δεν τα έκαναν όλοι και άλλοι έκαναν πράγματα που δεν έκανα εγώ. Αντισυμβατική ίσως. Δεν έχω ζήσει καθόλου συμβατική ζωή».

– «Σχεδιάζω πάντοτε. Δεν πρόκειται να σταματήσει αυτό, όσο ακόμα ακολουθεί και το χεράκι μου […]Κάνω πράγματα που μου αρέσουν, τα αγαπώ και μπορώ να τα κάνω. Μπορώ να τραγουδήσω, μπορώ να ζωγραφίσω και μπορώ να διαβάσω. Και γράφω κιόλας λίγο».

– «Η άγνοια των ανθρώπων δεν μπορεί να ενοχλεί εμένα. Θα πρέπει να ενοχλεί τους ίδιους. Είναι παιδιά τα οποία μπαίνουν στο χώρο της δημοσιογραφίας χωρίς να έχουν καμιά προπαίδεια. Είμαι άνθρωπος που πιστεύω και στην προπαίδεια και στη μόρφωση […] Ήμουν και εξακολουθώ να είμαι ένας πολύ περίεργος άνθρωπος. Έχω διαβάσει πολύ για διασκέδαση και όχι για μελέτη, και εξακολουθώ […] Δεν έκανα ποτέ μου δουλειά. Εργάστηκα αλλά δεν δούλεψα».

– «Το πρώτο πάρτι που πήγα να κάνω όταν ήμουν μικρή, το οργάνωσα τόσο καλά, που έδωσα λάθος ημερομηνία στα παιδιά».

– «Θα ήθελα να είχα ταξιδέψει λίγο περισσότερο. Αν και κατάφερα να πάω σε κάποια μέρη που ήθελα όπως στην Αίγυπτο, στην Κωνσταντινούπολη, αλλά όχι όσο θα ήθελα. Όμως έχω ταξιδέψει τόσο πολύ με τη φαντασία μου που είναι σαν να έχω γυρίσει τον κόσμο 50 φορές. Επίσης, αυτό που εύχομαι να είχα κάνει, είναι να ζήσω στην εξοχή. Στη θάλασσα. Δεν ξέρω αν το καταφέρω γιατί δεν είναι δυνατό πια. Η εξοχή έχει υγρασία και εμένα αυτό με πειράζει. Είμαι μια ηλικιωμένη κυρία, μου αρέσει ή όχι».

– «Είμαι 71 ετών κλεισμένα. Ήδη έχω κερδίσει τρεις φορές τον «κύριο» που λέγεται θάνατος, τι να πω, νομίζω ότι μάλλον έχουν σωθεί οι φορές μου… Το ότι ζω αυτή τη στιγμή μάλλον είναι θαύμα».

– «Τον δικό μου θάνατο δεν το φοβάμαι. Των άλλων ναι, των αγαπημένων μου ανθρώπων. Γιατί έχω χάσει πολλούς αγαπημένους μου. Δεν με νοιάζει πώς θα με θυμάται το κοινό, δεν ξέρω αν θα με θυμάται, δεν με αφορά, δεν με απασχολεί. Να με θυμάται με ευχαρίστηση μόνο, τίποτα άλλο».

Τζωρτζίνα Ντούτση
Τζωρτζίνα Ντούτση
Δημοσιογράφος, ραδιοφωνική παραγωγός. Μετά τη θητεία μου στο μαγικό κόσμο των περιοδικών, μετακόμισα στο αχανές σύμπαν που λέγεται… διαδίκτυο να πληκτρολογώ… κατά ριπάς , μια συνήθεια που έγινε λατρεία. 

Όταν δεν γράφω κάποιο άρθρο πολιτισμού και ψυχαγωγίας, φοράω τα ακουστικά, ρυθμίζω τα μικρόφωνα και σας κρατάω συντροφιά με καλή μουσική. 

Στέκια μου οι μουσικές και θεατρικές σκηνές, οι κινηματογράφοι και σίγουρα οι διάδρομοι των βιβλιοπωλείων για το επόμενο αγαπημένο βιβλίο που θα ξεκοκαλίσω προτού βυθιστώ στην επόμενη νέα σειρά του Netflix.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ακολουθηστε μας
65,000ΥποστηρικτέςΚάντε Like
13,090ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
11,546ΑκόλουθοιΑκολουθήστε

ΔΗΜΟΦΙΛΗ