Πάντα πίστευα όταν άκουγα τη λέξη ρεμπέτης ή ρεμπέτικο τραγούδι, πως πέρα από το αντικειμενικό τραγούδι στο τραγούδι, στη σύνθεση ή στη στιχουργική, το να είσαι ρεμπέτης ή ρεμπέτισσα χρειάζεται κάτι παραπάνω, αυτό που είχε η Σωτηρία Μπέλλου…
Είναι ο τρόπος που ζεις, που αντιλαμβάνεσαι πράγματα, που αντιδράς σε οτιδήποτε σου συμβαίνει.
Βλέποντας από μακριά τώρα αυτούς τους ανθρώπους που εξέφρασαν αυτό το μουσικό κίνημα που ονομάστηκε ρεμπέτικο τραγούδι, από το 1930 έως το 1957, ίσως τελικά το μόνο πρόσωπο που δικαιούται να φέρει στην πλάτη του αυτό τον τίτλο του ρεμπέτη ή της ρεμπέτισσας και αν όχι το μόνο, από τα πραγματικά ελάχιστα, ήταν η Σωτηρία Μπέλλου.
Τουλάχιστον όπως αυτός ο χαρακτηρισμός διαμορφώθηκε μετά τη χούντα όταν προσδόθηκαν στους ρεμπέτες ιδιότητες που νομίζω ποτέ δεν είχαν π.χ. μια από αυτές τα αριστερά δήθεν πολιτικά τους φρονήματα.
Η Μπέλλου ήταν πραγματικά αριστερή και κομμουνίστρια.
Το 1945 πουλούσε το «Ριζοσπάστη» στην Ομόνοια. Ο Τσιτσάνης από την άλλη στα χρόνια του ’50 ήταν ο καλύτερος φίλος του φοβερού και τρομερού Μουσχουντή, του αρχηγού της χωροφυλακής Βορείου Ελλάδος, στενού φίλου του Καραμανλή και πρώτου κομμουνιστοφάγου της Θεσσαλονικής.
Η Μπέλλου ήταν αυθεντική ρεμπέτισσα. Στην καρδιά, στο μυαλό, στην ψυχή, στον τρόπο που διαχειρίστηκε τη ζωή της και στον τρόπο που συμβίωνε και στον τρόπο που συναγελαζόταν με τους άλλους.
Ο τρόπος που αντιμετώπιζε τον έρωτα, τα πάθη της, την τέχνη της, τα λεφτά της, ο τρόπος που περπάτησε τη ζωή της και την καριέρα της ήταν ενός αυθεντικού ρεμπέτη…
Ο τρόπος που γλίτωσε από τον πρώτο της και μοναδικό σύζυγο πετώντας του βιτριόλι, τα χρόνια της κατοχής και ο εμφύλιος… τα πρώτα δοξασμένα χρόνια στα ρεμπέτικα πάλκα… Η πρώτη παρακμή… η συνάντηση με τον Μπατσιφά, η lyra… το ξανά-ξεκίνημα… οι έντεχνοι συνθέτες… ο Μούτσης… ο Ανδριόπουλος… οι έρωτες… ο τζόγος… οι αρρώστιες… το φινάλε… πότε ντόρτια, πότε εξάρες… θα μπορούσαμε να πούμε… έτσι είναι η ζωή…
Σαν σήμερα 27 Αυγούστου του 1997 η Σωτηρία Μπέλλου έφυγε από τη ζωή – τι σύμπτωση την ίδια μέρα που γεννήθηκε ο Άρης Βελουχιώτης το 1905.
Η Σοφία Αδαμίδου, εκλεκτή συνάδελφος που πάντα εκτιμούσα και τον τελευταίο καιρό είμαστε μαζί στο μορφωτικό ίδρυμα της ΕΣΗΕΑ, ήταν αυτή που η Σωτηρία Μπέλλου την εμπιστεύτηκε και της διηγήθηκε της ζωής και έγινε η βιογράφος της.
Ένα εξαιρετικό βιβλίο στο οποίο η Σοφία Αδαμίδου κατάφερε να αποτυπώσει στο χαρτί το λόγο, την ψυχή και τις αναπνοές της Σωτηρίας Μπέλλου όπως της διηγήθηκε της ζωής της. Το βιβλίο με τον τίτλο «Σωτηρία Μπέλλου, Πότε ντόρτια πότε εξάρες, Η «περιπλανώμενη» κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1998 και αυτές τις μέρες πραγματοποιεί την 3η υπερεπιτυχημένη επανακυκλοφορία του από τις Εκδόσεις Αγγελάκη. Ζήτησα λοιπόν από τη Σοφία Αδαμίδου να μου γράψει ένα κείμενο ειδικά για το Youfly.com για την ίδια και της σχέσης της με τη Σωτηρία Μπέλλου και το βιβλίο αυτό, την οποία παραθέτω:
«Όταν, τέλος του 1992, πήγαινα στο “Ρεπορτάζ”, όπου δούλευε, για να της ζητήσω συνέντευξη, δε φανταζόμουν ότι θα ήταν η αρχή μιας φιλίας.
“Ελπίζω να μην εξαφανιστείς τώρα που έκανες τη δουλειά σου. Γιατί έτσι είστε εσείς οι δημοσιογράφοι” -μου είπε σχεδόν υπαγορεύοντας τη στάση μου, που έπρεπε να ανταποκρίνεται στην επιθυμία της.
Με τιμούσε ιδιαίτερα η “πρόσκληση” να μην εξαφανιστώ.
Πράγματι, άλλες φορές με δική μου πρωτοβουλία και άλλες με δική της, μιλούσαμε στο τηλέφωνο. Ακόμη και μέσα από την απόσταση των τηλεφωνημάτων καταλάβαινα την μοναξιά που φιλοξενούσε στην καρδιά της, όχι από επιθυμία ή επιλογή, αλλά από τις συνθήκες που είχαν “στρογγυλοκαθίσει” στη ζωή της. Αλλά εκείνη, σαν υπεύθυνη “οικοδέσποινα”, κέρναγε αξιοπρέπεια στη μοναξιά της.
«Κουράστηκα» -έλεγε και ξανάλεγε με μια λαίμαργη αγωνία για το σήμερα και το αύριο, που την απέλπιζαν το ίδιο απαράδεχτα. Απαράδεχτα προς έναν άνθρωπο που ήθελε να ρουφά τη ζωή ως το μεδούλι και τώρα η απελπισία ρουφούσε την ίδια ως το μεδούλι.
Η πρώτη μας συζήτηση για τη συγγραφή της βιογραφίας της έγινε στο τέλος του 1993.
«Αν ποτέ αποφασίσω να γράψω τη βιογραφία μου θα ήθελα να το αναλάβεις εσύ» -μου είπε.
Το ξάφνιασμα ήταν ιδιαίτερα ευχάριστο. Σήμαινε πολλά για μένα να κολυμπήσω, σε μια τόσο ανοιχτή και πολυτάραχη θάλασσα, όπως ήταν η ζωή και το έργο αυτής της γυναίκας. Της εξέφρασα με ειλικρίνεια τη συγκίνησή και τη χαρά μου για την εμπιστοσύνη, που χάριζε.
“Δε θα με πιέσεις ποτέ, όμως, για το πότε θα γίνει αυτό. Μην κάνεις σαν διάφορους που με πρήζουν. Όταν εγώ το αποφασίσω”.
Οι αποφάσεις ήταν νόμος για τους ανθρώπους, που βρισκόταν γύρω της. Και ο σεβασμός στους “νόμους” της αναγκαία προϋπόθεση για να σε θεωρεί φίλο της. Όταν ξεκινήσαμε να μιλάμε για τη ζωή της ήταν δύο μήνες πριν μπει στο νοσοκομείο.
“Θα ‘ρχεσαι εδώ να τα λέμε. Αλλά κακομοίρα μου θα ξεκινήσεις μόνο όταν εγώ σου πω. Όσα σου πω, θέλω απλώς να τα έχεις. Κι όταν έρθει η ώρα θ’ αρχίσεις να γράφεις”.
Είπαμε πολλά πράγματα, άλλοτε σε κασετόφωνο και άλλοτε προφορικά.
Κάθε φορά που δεν είχε όρεξη να μιλήσει, μου έδινε κάποιο γραπτό στοιχείο ή κάποιες φωτογραφίες.
Μετά αρρώστησε. Περνούσαν τα χρόνια κι εγώ ποτέ δεν αναφέρθηκα στην «εκκρεμότητα» εκείνη.
Η ίδια κάποιες φορές έφερνε το θέμα της συζήτησης μας εκεί, όταν πήγαινα να τη δω στο νοσοκομείο.
Αυτό μου έδινε την άδεια να τη ρωτάω κάποια πράγματα που ή μου τα έγραφε ή τα συλλάβιζε ώσπου να κουραστεί.
Μέχρι που, τον Ιούνιο του 1997, όταν πήγα να τη δω, μου έδωσε το “πράσινο φως”, με ένα χαρτί που με εξουσιοδοτούσε να γράψω τη βιογραφία της.
Γράφοντας αναμετρήθηκα πολλές φορές με καταστάσεις και γεγονότα που θα μπορούσαν να γεμίσουν ασφυκτικά όχι μια, αλλά πολλές ζωές. Αναμετρήθηκα με το χρόνο, με τις σκληρές και δύσκολες εποχές του τόπου μας, με τη γλυκόπικρη ζωή και την μεγάλη ψυχή του λαού μας, αλλά κυρίως αναμετρήθηκα με τη ζωή ενός ανθρώπου που βάδιζε πάντα κόντρα στον άνεμο, όμως τις περισσότερες φορές χέρι – χέρι με τις αγωνίες του λαού.
Η Σωτηρία Μπέλλου στεκόταν, σαν παλικάρι απέναντι σε ό,τι δεν ταίριαζε με τα θέλω της.
Δε χρωστούσε σε κανέναν υποταγή. Δεν υποτάχθηκε ποτέ στα “πρέπει” των άλλων. Εκείνη είχε τα δικά της. Η ζωή ήταν δική της και θα την υπερασπιζόταν, θα τη ζούσε όπως εκείνη ήθελε και μπορούσε. Ήθελε να είναι υπεύθυνη για τα δικά της λάθη και όχι για πράγματα που κάποιοι τα έβλεπαν λάθος. Ήθελε να μετανιώνει γι’ αυτά που έκανε και όχι για όσα δεν έκανε.
Όταν αρρώστησε και έμαθε για τον καρκίνο, το αντιμετώπισε πολύ γενναία. Έβλεπα και καταλάβαινα τη βαθιά και άγρυπνη ελπίδα του ίδιου ανθρώπου, που, λίγο καιρό πριν, μίλαγε για κούραση και έμοιαζε να εννοεί κούραση από την ίδια τη ζωή, να φαίνεται δυνατή για να παλέψει την αρρώστια. Να ζήσει. Μπορεί ο άνθρωπος να κουράζεται από τη ζωή, αλλά η ζωή δεν παραδίδεται εύκολα στις απελπισμένες λέξεις. Πασχίζει να επιβληθεί.
Από την άλλη όμως δεν άντεχε να είναι κατάκοιτη. Έμεινε σχεδόν τρία χρόνια στο νοσοκομείο «Σωτηρία». Ήθελε να κάνει τη βόλτα της μέσα στους διαδρόμους του νοσοκομείο, να πηγαίνει στο γραφείο των νοσοκόμων και να τις πειράζει. Αυτές είχαν γίνει τώρα η οικογένειά της. Τις έβριζε αλλά και τις αγαπούσε. Στο συρτάρι της είχε πάντα κασέτες της. Κάθε φορά που ένιωθε ότι κάποιος τη βοήθησε, την πρόσεχε και την εξυπηρετούσε σε ό,τι είχε ανάγκη, έβγαζε και του χάριζε μια κασέτα. Σε κάποιους έδινε σχεδόν αμέσως μόλις τους γνώριζε. Αυτό ήταν μια αλάθητη ένδειξη συμπάθειας.
Υπήρχε και ο τζόγος που της έλειπε. Με κάποιους φίλους που την επισκέπτονταν έστηνα ένα φιλικό παιχνίδι με χαρτιά. Όμως, τα ζάρια; Κάποιες φορές το έσκαγε από το νοσοκομείο και πήγαινε στα «στέκια» της. Δεν είχε λεφτά, αλλά πήγαινε για το παιχνίδι. Θα την «κερνούσαν» τα «φιλαράκια» μερικές ζαριές. Ένα βράδυ που πήγα να την βγάλω έξω μία βόλτα, μπήκαμε στο ταξί και μου ζήτησε να πάμε σε μπαρμπουτιέρα. Η αλήθεια είναι ότι φοβήθηκα να την ακολουθήσω. Έχασα την εμπειρία να δω πως γίνεται το παιχνίδι. Αλλά φοβόμουν μην κάνουν κανένα ντου -δεν ήταν λίγες οι φορές που τη συνέλαβαν- και άντε ν’ αποδείξω ότι απλά τη συνόδευα.
Αυτό που την ενοχλούσε ιδιαίτερα, ήταν που δεν μπορούσε να μιλήσει.
Κάποια πράγματα που ήθελε να πει τα έγραφε κι όταν κουραζόταν, άνοιγε την τηλεόραση, σου έλεγε να καθίσεις στη διπλανή καρέκλα, άλλαζε κανάλια. Τίποτε δεν την ικανοποιούσε, έκλεινε τα μάτια της. Αναρωτιόμουν τι να σκέφτεται. Αν σηκωνόμουν να φύγω το καταλάβαινε άνοιγε τα μάτια και μου έκανε νόημα να καθίσω. Τη ρωτούσα τι σκέφτεται.
«Πώς κατάντησα…» μου έλεγε.
Ζήτησα επίσης από τη Σοφία Αδαμίδου να διαλέξει η ίδια κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο της για να τα δημοσιεύσουμε. Και τα παραθέτω μαζί με όλες τις ευχές μου το βιβλίο με τίτλο «Σωτηρία Μπέλλου, Πότε ντόρτια πότε εξάρες, Η «περιπλανώμενη» ζωή μιας ρεμπέτισσας» να εξαντληθεί πολύ σύντομα όπως και τις προηγούμενες φορές γιατί το αξίζει. Όσον αφορά τη Σωτηρία Μπέλλου που σαν σήμερα μας αποχαιρέτησε, αυτή δε χρειάζεται τίποτα άλλο για να παραμείνει στην αθανασία εκτός από αυτό που έκανε όσο ζούσε. Τραγουδούσε…
«Μια φορά, λοιπόν, με πήρε ο μακαρίτης ο πατέρας μου και με πήγε στον κινηματογράφο να δω ένα έργο, την «Προσφυγοπούλα», που έπαιζε η μεγάλη Βέμπο. Τι ήταν να δω τη Βέμπο, ξετρελάθηκα μαζί της και με τη μανία που είχα για τα τραγούδια, δεν σταμάταγα όλη μέρα να τραγουδάω, όλα τα τραγούδια της Βέμπο. Είχαμε στο σπίτι ένα μεγάλο καθρέφτη, από την προίκα της μητέρας μου, και στο δωμάτιο πήγαινα συνέχεια στον καθρέφτη κι έπαιρνα πόζες, τραγούδαγα, έκανα τα σχέδια της Βέμπο. Η μητέρα μου η μακαρίτισσα μ’ έδερνε κάθε μέρα. “Τι είναι αυτά; Τραγουδίστρια θα σε κάνουμε”; μου έλεγε αυστηρά. “Ναι. Θα γίνω τραγουδίστρια. Έχεις κανένα πρόβλημα”; της απαντούσα πεισματικά εγώ. Και δώσ’ του και με έδερνε. Με είχε τόσο πολύ επηρεάσει η Βέμπο που το ΄βαλα σκοπό να γίνω τραγουδίστρια, να της μοιάσω. Ο πατέρας μου πάλι, ήταν άνθρωπος φιλήσυχος, καλός νοικοκύρης. Με άκουγε που πήγαινα στο περιβόλι και τραγουδούσα και του άρεσε, αλλά ποτέ δεν το έδειχνε. Αλλά και ποτέ δεν ήθελε να γίνω τραγουδίστρια».
“Ήμουνα άνθρωπος που δεν ήθελα να είμαι κάτω από τις διαταγές κανενός. Δεν ήμουνα μαθημένη εγώ να έχω άντρα να με διατάζει, να μου λέει “κάνε εκείνο”, “κάνε το άλλο”. Ήμουνα από μικρή τέτοιος χαρακτήρας που δεν σήκωνα διαταγές από κανένα. Ήθελα να είμαι ελεύθερη να κάνω εκείνο που θέλω εγώ, αλλά ποτέ βέβαια στην ατιμία. Ήθελα να αποφασίζω μόνη μου αυτό που θα κάνω και όχι να μου το λέει άλλος. Ήθελα να είμαι ανεξάρτητη από οποιονδήποτε. Δεν μπορούσα, λοιπόν, να ζήσω κάτω από τη διαταγή του άντρα”.
“Το τι γινόταν στο σπίτι, δεν περιγράφετε. Γκρίνιες, καυγάδες… Τσακωνόμασταν συνεχώς με τον πατέρα μου και τη μάνα μου. Ο πατέρας μου ειδικά, δεν μπορούσε να χωνέψει ούτε ότι έριξα το βιτριόλι, ούτε ότι έκανα παρέα με τους κομμουνιστές και ξέσπαγε συνεχώς πάνω μου. Ήταν απελπιστικές οι καταστάσεις στο σπίτι μου και κάποια μέρα μετά από μια βαριά κουβέντα του πατέρα μου παράτησα τα πλούτη και το σπίτι μου και έφυγα για την Αθήνα. Φεύγοντας μ’ αυτό τον τρόπο από το σπίτι μου ήξερα ότι θα περάσω του Χριστού τα πάθη. Το ήξερα, αλλά δε μ’ ένοιαζε. Είχα εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Ήξερα ότι θα πετύχω. Το ένοιωθα. Ήρθα στην Αθήνα και πάλεψα σκληρά. Πάλεψα τόσο πολύ που δεν μπορεί να το βάλει ο νους σας. Τραβήχτηκα με πολλές δουλειές στην κατοχή”.
“Το μαρτύριο της κατοχής δεν μπορώ να το ξεχάσω. Θυμάμαι τα φρικτά μπουντρούμια της οδού Μέρλιν. Όσοι ακούνε για τα υπόγεια αυτά τους πιάνει τρόμος, γιατί όλοι ξέρουν ή έχουν ακούσει τι γινόταν εκεί. Εγώ τα έζησα. Είκοσι χρονών κοριτσάκι. Πήγα να κλέψω μια κουραμάνα από ένα γερμανικό αυτοκίνητο επειδή πεινούσα. Μ’ άρπαξαν, με σπάσανε στο ξύλο και με πήγαν στα μπουντρούμια. Με χτύπησαν πρώτα με τον υποκόπανο και μετά, που με πήγαν εκεί, συνεχίσθηκε το ξύλο. Με σακάτεψαν. Μετά από βασανιστήρια πολλά με πήγαν στον ανακριτή. Κατάλαβαν ότι δεν ήμουν επικίνδυνη, με είδαν μικρή κοπέλα και συνεσταλμένη και με άφησαν. Και το περισσότερο που με άφησαν το οφείλω σε έναν Ιταλό, που λεγόταν Τζιοβάνι. Αυτός με συμπάθησε, με λυπήθηκε και έτσι με άφησαν. Θυμάμαι πως με κοίταγε. Κατ’ ευθείαν στα μάτια. Έτσι τέλειωσε το μαρτύριο της Μέρλιν”.
Για τον Βασίλη Τσιτσάνη:
“Με βοήθησε πολύ, είχα πάρει δρόμο, κάθε τραγούδι που κάναμε με το Βασίλη ήταν και επιτυχία. Γι’ αυτό θα λέω πάντα ότι χρωστάω πολλά, πάρα πολλά, στον Τσιτσάνη. Όταν μιλάμε για συνθέτες -έλεγε πάντα- και για δεξιοτέχνες του μπουζουκιού πρέπει να μιλάμε πρώτα για τον Τσιτσάνη. Δε λέω, υπήρχαν κι άλλοι, άλλος λίγο κι άλλος περισσότερο που πρόσφεραν στο λαϊκό τραγούδι. Ο Τσιτσάνης όμως είναι ο πρώτος. Εγώ δεν παραδέχομαι και δεν καταλαβαίνω άλλον πιο μεγάλο από το Βασίλη”.
“Κάθε γονιός αλλιώς περιμένει το παιδί του. Να το δει νοικοκυρά στο σπίτι του με τα παιδάκια του. Και όχι να παίρνει μια κιθάρα και να γυρίζει από δω κι από κει. Σήμερα το έχουνε καύχημα να βγει το παιδί τους τραγουδιστής» -έλεγε η Σωτηρία. «Εκείνα τα χρόνια ήταν αλλιώς. Κάθε τραγουδιστής ή τραγουδίστρια εθεωρούντο ότι δεν ήταν ηθικώς εντάξει. Έτσι και ο πατέρας μου φοβόταν πάντα τι θα έλεγε ο κόσμος για την κόρη του. Γενικά την καλλιτεχνία την είχαν ταυτισμένη έτσι», έλεγε η Σωτηρία. «Να ‘σουνα γυναίκα και καλλιτέχνης; Ήσουν πουτάνα για κείνους, τέρμα και τελείωσε. Λίγα είχε ακούσει ο Τσιτσάνης που του σούρανε επειδή τόλμησε να βάλει μια γυναίκα στο πάλκο, δηλαδή εμένα και στη συνέχεια τόσες άλλες, που ακολούθησαν. Μέχρι τότε είχαν τα πρωτεία οι μάγκες, επειδή ήταν άντρες. Και; Λιγότερο άντρας μπορεί να είναι μια γυναίκα με τσαγανό και αξιοπρέπεια; Βέβαια, δεν ήταν όλες οι γυναίκες έτσι, αλλά όσες είχαν τσαμπουκά τους ενοχλούσε. Τους χαλούσε τη μαγιά. Υπήρχαν πολλοί βρωμεροί που τους την έδινε το ότι δεν σήκωνα πολλά – πολλά. Γιατί δεν σήκωνα. Ήμουν πάντα ατίθαση εγώ. Έλεγα τα σύκα, σύκα και τη σκάφη, σκάφη. Και την ατιμία δεν τη συγχώρεσα ποτέ».
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ YOUFLY.COM ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΚΛΙΚ ΕΔΩ.