13 C
Athens
Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024

Παύλος Σιδηρόπουλος: Ο Ζορμπάς του ελληνικού ροκ

Αν πιστεύει κανείς στην κληρονομικότητα, με όρους ψυχής, χαρακτήρα και προσωπικότητας, αναγνωρίζει εύκολα στον «Παυλάρα» το DNA του προπάππου του, Γιώργη Ζορμπά. 

Γράφει ο Γιάννης Μουστάκας

Τη μαγκιά, το φιλότιμο και τη φιλοσοφία ζωής, αυτά τα γοητευτικά στοιχεία που ενέπνευσαν και το Νίκο Καζαντζάκη κι ας ονόμασε το δικό του (λογοτεχνικό) Ζορμπά, Αλέξη.

Στην πορεία της ζωής και στις ανθρώπινες κοινωνίες, συναντούμε πολλών ειδών δυναστείες. Οικονομικές, πολιτικές, επιχειρηματικές, καλλιτεχνικές. Όταν όμως φαίνεται να συναντάμε μια «δυναστεία πνεύματος» και προσωπικής λεβεντιάς, σίγουρα αυτό μας γεμίζει περηφάνεια και μας χαρίζει ελπίδα για το μέλλον, ζωγραφίζοντας στο πρόσωπο μας ένα αυθόρμητο, γλυκό, αινιγματικό χαμόγελο. 

Όλα αυτά που μας προσέφερε απλόχερα αυτός ο χαρισματικός δισέγγονος του Ζορμπά και ανιψιός της Γαλάτειας Καζαντζάκη και της Έλλης Αλεξίου.

Η γενιά μου δεν τον γνώρισε ποτέ από κοντά, δε βιώσαμε ποτέ ένα λάιβ του. Ο Παύλος που τα δίνει όλα στη σκηνή, για εμάς ήταν μόνον μια αφήγηση, μια μαγική εικόνα. Τον ανακαλύψαμε αναπάντεχα, μια καλοκαιρινή ίσως νύχτα, σε κάποιο λαϊβάδικο ή σε ένα μπαράκι. Ίσως κατά τύχη σε ένα νωχελικό «ψαχτήρι» στο YouTube.

Όταν ακούς ένα τραγούδι του Σιδηρόπουλου για πρώτη φορά, δε μπορείς παρά να τρέξεις αμέσως να μάθεις «ποιο τραγούδι είναι αυτό;», «ποιανού είναι αυτή η κομματάρα;», «γιατί δεν τον ξέρω;». 

Βλέπεις, τον νιώθεις τόσο οικείο, σου φαίνεται τόσο φρέσκος, σημερινός, τόσο παρών. Μπορεί να έχουν περάσει τόσα χρόνια, αλλά συνεχίζει να μας εκφράζει ακόμα κι ας μην κατανοούμε πότε-πότε το γιατί. 

Ίσως γιατί τελικά ο «πρίγκιπας του ελληνικού ροκ» αποδείχτηκε διαχρονικός. Ίσως γιατί η ίδια η ζωή διαχρονικά μας βάζει τους ίδιους γρίφους. Κι έτσι ο μύθος του παραμένει ζωντανός.

Σαν σήμερα, 27 Ιουλίου του 1948, γεννήθηκε ο «πρίγκιπας του ελληνικού ροκ», Παύλος Σιδηρόπουλος. Υπήρξε στιχουργός, συνθέτης, τραγουδιστής και ηθοποιός και από τους πρώτους που διαμόρφωσαν την ελληνική ροκ σκηνή. Βέβαια ο ίδιος έχει δηλώσει πως «Νιώθω περισσότερο στιχουργός παρά μουσικός».


Ο Παύλος ήταν φοιτητής στο Μαθηματικό του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και συγκάτοικος με τον μετέπειτα τραγουδοποιό Βαγγέλη Γερμανό. Ξεκίνησε τη μουσική του σταδιοδρομία με το σχήμα «Δάμων και Φιντίας», παρέα με τον πρώην κιθαρίστα των Olympians, Παντελή Δεληγιαννίδη. Μαζί ηχογράφησαν δύο δίσκους με τη ΛΥΡΑ. Έτσι ανακαλύψαμε τον «Κόσμο τους». 

Αργότερα, συνεργάστηκαν με τα «Μπουρμπούλια», παρουσιάζοντας ένα πάντρεμα της ροκ με την παραδοσιακή μουσική, αφήνοντάς μας παρακαταθήκη τον «Ντάμη το ληστή» και την «Απογοήτευση».

Στην εποχή της Μεταπολίτευσης κυριαρχεί το πολιτικό τραγούδι και η ροκ σκηνή παραγκωνίζεται. Ο Παύλος θα συνεργαστεί με το συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο και θα κάνει και την πρώτη εμφάνισή του ως ηθοποιός, όπως θα τραγουδήσει και τον πολιτικό «Ηλεκτρικό Θησέα» σε μουσική του «Μαέστρου» και σε στίχους του Δημήτρη Βάρου.

Στα τέλη του ’77 γνωρίζεται με τους «Σπυριδούλα» και το Μάιο του ’79 θα κυκλοφορήσει ο ιστορικός δίσκος «Φλου». Ο Σιδηρόπουλος αποδεικνύει πως είναι ταυτόχρονα ποιητής και μουσικός. Αξέχαστος ο «Μπάμπης ο φλου», το «Στην Κ.» και «Η ώρα του Stuff» (παρέα με τη Δήμητρα Γαλάνη). Το «Φλου» θεωρήθηκε ίσως το πιο ολοκληρωμένο άλμπουμ, από πλευράς υλικού, της ελληνικής ροκ σκηνής εκείνης της εποχής.

Τον ίδιο καιρό, γίνονται τα γυρίσματα για το «Ασυμβίβαστος» του Αντρέα Θωμόπουλου με τον Παύλο να πρωταγωνιστεί και να ερμηνεύει τα τραγούδια της ταινίας, με το συγκλονιστικό «Κάποτε θα ‘ρθουν να σου πουν» σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου, όπως και το λατρεμένο «Να μ’ αγαπάς» του Ανδρέα Θωμόπουλου.

Μετά από λίγους μήνες, αποχωρεί από το συγκρότημα. Θα ακολουθήσουν οι «Απροσάρμοστοι» στις αρχές του ’80, με τους οποίους θα βγάλουν τα άλμπουμ «Εν Λευκώ», «Zorba the Freak» και «Χωρίς Μακιγιάζ». Θα συνεχίσει μαζί τους μέχρι το τέλος, χαρίζοντάς μας το καυστικό «Μίκυ Μάους», το εκρηκτικό «Ροκ εν Ρολ στο κρεβάτι», το δυναμικό «Άντε και καλή τύχη μάγκες» αλλά και το συναισθηματικά φορτισμένο αποχαιρετιστήριο του Παύλου, το «Ασυμβίβαστοι». 

Την άνοιξη του ’90 θα χάσει τη μητέρα του και λίγους μήνες αργότερα αντιμετωπίζει ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας με το χέρι του, που φαίνεται μη αναστρέψιμο. Μάλιστα, εκείνο τον καιρό κάνει εμφανίσεις με το χέρι σε γύψο.


Η πολύχρονη σχέση του με την «μπούρδα» (έτσι έλεγε την ηρωίνη) και η κακή ψυχολογική του κατάσταση τον καταβάλλουν. 

Στις 6 Δεκεμβρίου ο Παύλος Σιδηρόπουλος βρίσκεται σε κώμα από υπερβολική δόση και αφήνει την τελευταία του πνοή κατά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο. Έτσι φεύγει, σε ηλικία 42 ετών, ο «σκοτεινός ιππότης» του ελληνικού τραγουδιού.

Η πρώτη μου «γνωριμία» με τον Παύλο ήταν όταν πήγαινα Γυμνάσιο στη Θεσσαλονίκη, τότε που είχα όλη μέρα, όχι βιβλία αλλά μια κιθάρα στο χέρι. Μέχρι που άκουσα για πρώτη φορά το «Να μ’ αγαπάς», το όνομα Σιδηρόπουλος δε μου έλεγε και πολλά, ήξερα μόνο ότι είναι ένας παλιός ροκάς. Όταν άρχισα να μαθαίνω τα ακόρντα και να το ψιλοτραγουδάω, αισθάνθηκα ότι μάλλον ήταν η πρώτη φορά που τα φάλτσα μου δεν ενοχλούσαν κανένα στο σπίτι ή στην πολυκατοικία. Κι αν όχι, εμένα πάντως δε με ένοιαζε. Πάντως ο δάσκαλός μου ο Βαγγέλης, χαμογελούσε πονηρά. Σύντομα θα ανακάλυπτα κι εγώ πως το να παίζεις Σιδηρόπουλο μπροστά σε γυναικείο κοινό μπορεί να αποδειχθεί πλήρως… ανταποδοτικό!

Μέσα στα χρόνια, σιγά σιγά, άκουσα και λάτρεψα κι άλλα τραγούδια του. Τον «Μπάμπη τον φλου» που με ταξιδεύει νοητά στα χρόνια της ανεμελιάς, όπου όλα ήταν απλά, όλα ήταν «φλου». Το «Στην Κ.», το περίεργο αυτό μίγμα ρομαντισμού και θλίψης. Πολλά τα συναισθήματα που χαρίζουν οι μελωδίες αλλά κυρίως οι στίχοι του Παύλου. Ο ξεσηκωτικός ερωτισμός του «Ροκ εν Ρολ στο κρεβάτι» είναι αξεπέραστος, η παγερή σκοτεινιά της «Ώρας του Stuff» σε ανατριχιάζει και η μαγκιά του «Μπλουζ του εργατόπαιδου» φαντάζει σα μια μοναχική βόλτα που σε φέρνει αντιμέτωπο με τον εαυτό σου.

Το να θυμάται κανείς τον Παυλάρα, να μην τον λησμονεί, δεν είναι απλά μια ροπή προς τη νοσταλγία αλλά έκφραση μιας ασυγκράτητης ανάγκης για εξιλέωση. Για τη σημερινή στάση ζωής των περισσότερων από μας σε σύγκριση με αυτή που ακλόνητα κράτησε ο Παύλος. Αυτή ίσως ήταν και η μεγαλύτερη προσφορά του, το μεγαλύτερο μάθημα που μας έδωσε. Για την υπόλοιπη κληρονομιά του, τη μουσική, ουδέποτε διεκδίκησε «πνευματικά δικαιώματα». Άλλωστε ο ίδιος έλεγε ότι το έργο του καλλιτέχνη, μόλις φύγει από αυτόν, αποκτά τη δική του καριέρα, τη δική του υπόσταση. Ας βρει καθένας μας, λοιπόν, μες τη μουσική του τον δικό του Παύλο κι ας πάρουμε θάρρος για το μέλλον.  

«Άντε… και καλή τύχη μάγκες»

Γιάννης Μουστάκας
Γιάννης Μουστάκας
Οι ιστορίες είναι ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου και μου αρέσει να τις γράφω, είτε δικές μου είτε δανεικές. Γιατί οι ιστορίες είναι ο τρόπος να αφηγούμαστε τη ζωή, να αναπολούμε τις ωραίες και όμορφες στιγμές της, μη λησμονώντας και τις ζόρικες που μας δίδαξαν τα σημαντικά. Ίσως για μένα να είναι και μια μορφή αυτοψυχανάλυσης. Στο Youfly.com αρθρογραφώ για πολιτιστικά θέματα και την καλλιτεχνική επικαιρότητα, ελπίζοντας πως το πληκτρολόγιό μου θα συμβάλλει στο να ανακαλύψουμε μαζί ανεξερεύνητες γωνιές στον κόσμο των τεχνών.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ακολουθηστε μας
65,000ΥποστηρικτέςΚάντε Like
13,090ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
11,546ΑκόλουθοιΑκολουθήστε

ΔΗΜΟΦΙΛΗ