17 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024

«Μουσικές καρέκλες» και άλλοι τρόποι διασκέδασης

Άφυτος Χαλκιδικής. Παραμονή Δεκαπενταύγουστου, αργά το βράδυ.

Ένα «γαλατικό χωριό» στην Ελλάδα;

Μεγάλη παρέα και πίνουμε το καλοκαιρινό ποτό μας. Εύθυμοι και ξέγνοιαστοι. Άλλοι σε καρέκλες, κάποιοι στα πεζούλια απέναντι, ένας μισοξαπλωμένος, σχεδόν τον έχει πάρει ο ύπνος. Ε, όσο να ‘ναι να κρατάμε και τις αποστάσεις.

Κουβέντες και γέλια ανάκατα σκεπάζουν ακόμη και τη μουσική των μαγαζιών. Τα «τραπεζάκια έξω» όλα γεμάτα με παραθεριστές που ήρθαν να ξεσκάσουν. Οι πιο πολλοί Έλληνες, ανάμεσά τους και λίγοι ξένοι. Και το ρολόι βαράει μεσάνυχτα.

«Δεν κλαίω την ώρα του χωρισμού, κλαίω την ώρα του γυρισμού». Α ρε Άκη Πάνου!

 Άφυτος Χαλκιδικής. Εικόνες πριν τις 00:00.

«Μουσικές καρέκλες» και άλλοι τρόποι διασκέδασης 1

Τα παιδιά του μπαρ τα ΄χουν κι αυτά χαμένα. Μας πλησιάζουν σαν κουρδισμένα στρατιωτάκια φέρνοντας μια άβολη παγωμάρα μέσα στις πιο αποκαρδιωτικές λέξεις του φετινού καλοκαιριού: «Συγνώμη, μας συγχωρείτε, αλλά θα πρέπει να σας διώξουμε, κλείνουμε… να γυρίσουμε το ποτό σας σε ένα πλαστικό;». Και που να πας τώρα; Έτσι κι αλλιώς, τα πάντα κλείνουν.

Σιγά σιγά, η μία παρέα μετά την άλλη πληρώνουν τους λογαριασμούς και σηκώνονται διαλύοντας τα «πηγαδάκια» τους. Ένας μικρός ηττημένος στρατός που καταθέτει τα όπλα. Κάποιοι διαφωνούν, επιβραδύνοντας την αποχώρηση τους. Κάποιοι αρχίζουν να περπατούν απρόθυμα και νωχελικά, δίχως να γνωρίζουν τον προορισμό τους. Η «Αντίσταση» μεταφέρεται στο μαγαζάκι της πλατείας, στην ουρά των ύστατων take away. Αμήχανες ματιές δεξιά κι αριστερά, πρωτόγνωρες εικόνες και συναισθήματα. Σαν το πρώτο last call της εποχής μας…

Όσο περνάει η ώρα, η εικόνα όλο και μοιάζει φθινοπωρινή. Μετά από σαράντα περίπου λεπτά, μόνοι παρόντες στην πλατεία του χωριού οι εργαζόμενοι. Κλείνουν τις τελευταίες ανοιχτές πόρτες, έτοιμοι να το διαλύσουν και αυτοί. Συνήθως φεύγαν για τον «Τσεκ», το άφτερ του χωριού, αλλά κι αυτός από σήμερα θα είναι θεόκλειστος.

Άφυτος Χαλκιδικής. Εικόνες μετά τις 00:00.

«Μουσικές καρέκλες» και άλλοι τρόποι διασκέδασης 2
«Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή, κανείς δε θα με περιμένει». 
Α ρε Διονύση…

Οι δρόμοι και τα καλντερίμια έχουν παραδοθεί στο θρόισμα του καλοκαιρινού αέρα, που ελίσσεται ανάμεσα στα πέτρινες γωνιές των σπιτιών. Ανήκουν πλέον στα πεινασμένα αδέσποτα γατάκια που κινούνται σε «γλυκιές συμμορίες» των τεσσάρων ή των πέντε, κάνοντας επιδρομές στους κάδους σκουπιδιών για οτιδήποτε ενδιαφέρον ή μυρωδάτο. Μάγκες μας την πέσανε!

Κάπου κάπου, περνάει σφαίρα κάποιο μηχανάκι μαρσάροντας από την πειραγμένη εξάτμιση, κραυγάζοντας ένα μελαγχολικό «Υπάρχω». Α ρε Στέλιο Καζαντζίδη!

Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ξανανάψει η φωτιά της διασκέδασης που αργοσβήνει στις στάχτες της. Ένα καλοκαίρι που κοιμάται με τις κότες αλλά ονειρεύεται να γίνει «φοίνικας».

Η διαδρομή που ακολούθησε ο μηχανόβιος.

«Μουσικές καρέκλες» και άλλοι τρόποι διασκέδασης 3

Η ώρα έχει φτάσει τρεις και όλοι μαζεύτηκαν στα σπίτια τους. Άλλοι στα κρεβάτια τους κι άλλοι χαζεύοντας το σκοτεινό άπειρο από τα στενά μπαλκονάκια.

Εμείς καταλήξαμε στην αυλή μας «κατατρεγμένοι» και ελαφρώς αποδεκατισμένοι, πλην όμως πάντα τυχεροί λόγω καταγωγής. Μόλις λίγα μέτρα απόσταση από το «Ζώγια», που ήπιαμε το τελευταίο μας ποτό για απόψε.

Μέσα στην απόλυτη ησυχία, αρχίζουν κι ακούγονται κάποια εύθυμα βήματα από την πλατεία, καρέκλες και τραπέζια σέρνονται σε βολικές θέσεις. Ψίθυροι και πνιχτά γέλια σπάζουν τη νέκρα και το αποπνικτικό σκοτάδι του χωριού. Σημάδια ζωής; Τσίκης κι Αλβανός στήνουν αυτί… Ξανά ησυχία…

Και τότε, αρχίζει να παίζει ένα κλαρίνο.

Ο ήχος του μπερδεύεται με τ’ αεράκι, συνοδεύοντάς το στα στενά του χωριού, ενώ εμείς στην αυλή κοιταζόμαστε με απορία κι ένα στραβό αμήχανο χαμόγελο.

Το κλαρίνο συνεχίζει να παίζει σόλο διάφορες γνώριμες μελωδίες. Όλο και πιο δυνατά, με περισσή αυτοπεποίθηση που δεν προδίδει την περασμένη ώρα. Λίγα μουσικά μέτρα αργότερα, μπαίνει και μια κιθάρα στο παιχνίδι συνοδεύοντας με γλυκά αρπίσματα κι ακόρντα, ενώ οι υπόλοιποι σιγοτραγουδούν τα στιχάκια.

Ξάφνου ένας μπαγλαμάς αρχίζει να «σχολιάζει» από πίσω. Μάλλον μεγάλωσε η παρέα κι ήρθαν κι άλλα όργανα. Μέχρι και τα ξύλινα σκαμπό αισθάνονται την ανάγκη να συμμετέχουν σε αυτή τη μουσική συνάντηση, ωσάν πρόχειρα κρουστά.

-Έι! Άκουσα να τραγουδάνε Παπαθεμελή, Παπαθεμελή;

-Ρε σας λέω η ιστορία επαναλαμβάνεται.

-Τουλάχιστον τότε τα κλείνανε στις 02:00.

Και βάλαμε τα γέλια…

Σε ρόλο φωτιστή αυτής της αυτοσχέδιας ακουστικής συναυλίας το φεγγάρι, που απαλά ρίχνει τις αχτίδες του πάνω στη μπάντα. Οι ηχολήπτες, όμως, δύο και δε συμφωνούν καθόλου για το σετάρισμα του ήχου.

Από τη μία, ο ηχολήπτης της σκηνής, ένα μέλος της παρέας που παροτρύνει τους οργανοπαίχτες: «δώστε γκάζι ρε παιδιά, παίχτε, παίχτε», φτυστός ο Αλέκος Αλεξανδράκης. Από την άλλη, σε ρόλο Front of House ηχολήπτη, ένας φανερά ενοχλημένος γείτονας φωνάζει απ’ το μπαλκόνι του: «Ρε παιδιά, θα κάνετε επιτέλους ησυχία να κοιμηθεί κάνας άνθρωπος;!». Ίσως ο τελευταίος να χρησιμοποίησε λίγο πιο ακατάλληλα δια ανηλίκους λόγια αλλά δε θυμάμαι επακριβώς τη στιχομυθία. Το νόημα εξάλλου παραμένει το ίδιο. Πάντως ουδείς πτοήθηκε.

Κι εμείς; Εμείς παραμείναμε στις καρέκλες της αυλής μας, σε ρόλο κοινού. Δε γίναμε μέρος αυτής της καλλιτεχνικής και μερακλωμένης παρέας. Το απολαύσαμε όμως και από ασφαλή απόσταση!

Μέσα σε αυτό το αντιτουριστικό καλοκαίρι της χαμένης διασκέδασης μπορεί να μην υπήρξαν εναλλακτικές. Θέατρα και συναυλίες ακυρώνονται. Μικρόφωνα και ηχεία παραμένουν βουβά. Οι καλλιτέχνες κατέβασαν τα «στυλό» τους κάτω. Η ώρα μηδέν της βραδινής εξόδου, η ώρα 00:00, φέτος δεν δίνει το σήμα της εξόδου αλλά της διάλυσης. Όσοι διαθέτουν αντοχές συνεχίζουν στα πιο απίθανα μέρη. Αυτό που συνεχίζει να λείπει είναι η φωνή, η μουσική, η ζωντάνια.

Σωστά κι απαραίτητα τα μέτρα, αλλά δεν παύουν να προκαλούν δυσπεψία.

Κάπως έτσι το κοινό, που απώλεσε το φυσικό του ρόλο εκ των ατυχών συγκυριών, καμιά φορά παίρνει την κατάσταση στα χέρια του, περνά το Ρουβικώνα και με μια νοητή δρασκελιά ανεβαίνει στη σκηνή. Στην πιο διαδραστική παράσταση της χρονιάς, γίνεται ο ίδιος θεατής και καλλιτέχνης.

Δε ξέρω ως τι ώρα το τραβήξανε τα παιδιά της πλατείας, πιθανόν το ξημερώσανε. Ίσως το φως του ήλιου ήταν αυτό που φρέναρε τα σόλο του άγρυπνου κλαρίνου, τη συνοδεία της ξεκούρδιστης κιθάρας και το σχόλια του «νταλκαδιασμένου» μπαγλαμά.

Τελικά, μάλλον η ανατολή ανακούφισε και τον άτυχο ξενυχτισμένο γείτονα που του έλαχε το μεταμεσονύκτιο event κάτω απ’ το μπαλκόνι του.

Εγώ κάποια στιγμή πήγα για ύπνο, δίνοντας μόνος μου ραντεβού για μουσικές καρέκλες, αύριο το βράδυ, γιατί τελικά υπάρχουν και άλλοι τρόποι διασκέδασης…

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ YOUFLY.COM ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΚΛΙΚ ΕΔΩ.

Γιάννης Μουστάκας
Γιάννης Μουστάκας
Οι ιστορίες είναι ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου και μου αρέσει να τις γράφω, είτε δικές μου είτε δανεικές. Γιατί οι ιστορίες είναι ο τρόπος να αφηγούμαστε τη ζωή, να αναπολούμε τις ωραίες και όμορφες στιγμές της, μη λησμονώντας και τις ζόρικες που μας δίδαξαν τα σημαντικά. Ίσως για μένα να είναι και μια μορφή αυτοψυχανάλυσης. Στο Youfly.com αρθρογραφώ για πολιτιστικά θέματα και την καλλιτεχνική επικαιρότητα, ελπίζοντας πως το πληκτρολόγιό μου θα συμβάλλει στο να ανακαλύψουμε μαζί ανεξερεύνητες γωνιές στον κόσμο των τεχνών.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ακολουθηστε μας
65,000ΥποστηρικτέςΚάντε Like
13,090ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
11,546ΑκόλουθοιΑκολουθήστε

ΔΗΜΟΦΙΛΗ