24 C
Athens
Τετάρτη, 17 Απριλίου, 2024

Μελίνα Μερκούρη: Το πάρτυ στις Κάννες που έγραψε Ιστορία

Παρόλο που το Φεστιβάλ των Καννών έχει ξεπεράσει προ πολλού τα 70 του χρόνια εν τούτοις, κάθε φόρα που γίνεται ένα αφιέρωμα στην ιστορία του μαζί με τις σπουδαίες ταινίες, με τα βραβεία, τους λαμπερούς σταρ και τους σκηνοθέτες, ακόμα και τις γυμνόστηθες σταρλετίτσες του παρελθόντος στην κρουαζέτ, μια θέση έχει οπωσδήποτε και ένα πάρτι που έγραψε ιστορία. 

Γράφει ο Ιάσονας Τριανταφυλλίδης

Ήταν το πιο θρυλικό από όλα τα θρυλικά πάρτι που έλαβαν χώρα σε αυτό το φεστιβάλ και πολλοί προσπάθησαν από το τότε να το επαναλάβουν αλλά χωρίς επιτυχία. 


Ήταν μια τόσο ελληνική βραδιά με πρωταγωνίστρια τη Μελινάρα βέβαια που εν μία νυκτί φωτοβόλησε σε ολόκληρο τον κόσμο την Ελλάδα, τη Μελίνα, το Χατζιδάκι, το Ζαμπέτα και βέβαια το «Ποτέ την Κυριακή» και τα «Παιδιά του Πειραιά».

Όπως, λοιπόν, αν κάνει αφιέρωμα κάνεις στο φεστιβάλ των Καννών, είτε το δει από την πιο ανάλαφρη πλευρά του, είτε από την αυστηρά καλλιτεχνική του πλευρά αποκλείεται να μην αναφερθεί και σε αυτό το πάρτι έτσι λοιπόν άμα κάνει κανείς αφιέρωμα στη Μελίνα αποκλείεται να μην κάνει το ίδιο. 

Και παραθέτουμε από κάτω δύο αυτόπτες μάρτυρες που το έζησαν από κοντά. Πρώτα την σπουδαία ενδυματολόγο Ντένη Βαχλιώτη – θεία της σημερινής ταλαντούχας Ντένης Βαχλιώτη που είναι ανιψιά της και που ήταν υποψήφια για Όσκαρ κοστουμιών για το «Ποτέ την Κυριακή» όπως και δύο χρόνια μετά ήταν επίσης υποψήφια για τα κοστούμια της ταινίας «Φαίδρα», πάλι με τη Μελίνα. Και βέβαια ο Γιώργος Ζαμπέτας πρωταγωνιστής όσο λίγοι εκείνης της βραδιάς…

Φεστιβάλ Καννών, λοιπόν, 1960…

ΝΤΕΝΗ ΒΑΧΛΙΩΤΗ

Απόσπασμα από το βιβλίο «Ντένη Βαχλιώτη μιλάει για τη με Μελίνα και το Ποτέ την Κυριακή στον Ιάσονα Τριανταφύλλιδη»


«Μπήκαμε στο Φεστιβάλ των Καννών ως φτωχοί συγγενείς και βγήκαμε ως Έλληνες θεοί. Στους ώμους.

Ήταν μια τρομερή επιτυχία. Εγώ ήμουν στη Ρώμη και πήγα και τους συνάντησα όλους εκεί. Είχα ραντεβού μάλιστα στο Μιλάνο με τον Νίκο Χαρίλαο και πήγαμε οδικώς, με ένα διθέσιο αυτοκίνητο που είχε αγοράσει από τον διάδοχο, τότε, Κωνσταντίνο. Ασημένιο, πολύ όμορφο.

Ο Χαρίλαος με τον Κωνσταντίνο είχαν στενές σχέσεις. Τέλος πάντων, το ραντεβού μας ήτανε στην Αντίμπ, όπου μας περίμεναν η Μελίνα και ο Τζούλης για να πάμε όλοι μαζί στις Κάνες. Απέναντι του έμενε ο Πικάσο, είχε και το εργαστήρι του εκεί και μας λέει ο Καζαντζάκης, «Πάμε να γνωρίσετε τον Πικάσο». Πήγαμε απέναντι κι εγώ βλέπω κάτι μάτια που τρυπούσαν τζάμια. Τον φοβήθηκα!

Ο Πικάσο πήρε ένα χαρτί, μια κόλλα από αυτές που είχε γύρω του, και ζωγράφισε επιτόπου τη Μελίνα και τον Τζούλη ντυμένους νύφη και γαμπρό, ενώ δεν είχαν παντρευτεί ακόμη.

Η Μελίνα άκουγε Πικάσο και την έπιανε μιρμιρία. Ούτε την ένοιαξαν αυτά ποτέ, ούτε την ενδιέφερε ποτέ η ζωγραφική, ούτε ήταν άνθρωπος που ήθελε το σπίτι της να έχει ταμπλό ρεγκαμό ή έπιπλα και βάζα ρενομέ. Τα έφτυνε όλα αυτά. Βαριόταν και να τα ακούσει.

Έζησε όλη τη ζωή της μέσα στην πολυτέλεια, αλλά όπου και να την έβαζες μια χαρά καθόταν.

Το ντεκόρ δεν την απασχόλησε ποτέ. Έκανε, λοιπόν, αυτή την κόλλα που ζωγράφισε ο Πικάσο ένα κουρελάκι και το έβαλε στην τσάντα της.

Φτάνουμε στις Κάννες και μάλιστα στο ίδιο ξενοδοχείο ήταν κι η Ελένη Βλάχου, που ήταν φίλη του Νίκου Χαρίλαου και είχε έρθει για την ταινία. Αλλά όταν φτάσαμε εκεί δεν υπήρχε φράγκο. Κάθε ταινία έχει ένα γραφείο, διαφήμιση, πόστερς. Εκπομπές στο ραδιόφωνο τότε. Γινόταν προπαγάνδα. Εμείς δεν είχαμε λεφτά να προσλάβουμε τέτοιους ανθρώπους, να κάνουμε πόστερς. Τίποτα.

Είχαμε ένα σκατογραφειάκι για τις βασικές επαφές για να πουληθεί η ταινία. Είναι χρηματιστήριο το φεστιβάλ. Κι αυτός είναι ο λόγος που υπάρχουν τα γραφεία. Εκεί πουλιούνται οι ταινίες. Εμείς μέναμε στο καλύτερο ξενοδοχείο, το «Κάρλτον».

Κι έπρεπε να πάμε στη Νίκαια, όπου έρχονταν με τρένο, τριήμερο ταξίδι μέσω Γιουγκοσλαβίας η Δέσπω, ο Ζαμπέτας, η Χρυσάφη, ο Φούντας και ο Χατζιδάκις!

Βγαίνουν δε στο Βελιγράδι, επειδή είχε δυο ώρες στάση, και χάνονται, δεν ξέρουν να συνεννοηθούν, μόνο η Δέσπω ήξερε Γερμανικά, αλλά τελικά τα καταφέραν και πρόλαβαν το τρένο. Αυτοί ταλαιπωρήθηκαν, εμείς κοντεύαμε να τρελαθούμε από την αγωνία, τέλος πάντων.

Πήγαμε λοιπόν στη Νίκαια να τους παραλάβουμε και μας συνοδεύει ο Ιντάλγκο Ασκαρέλ, Ισπανός και ωραίος άντρας, αλλά μας κοίταζε αφ’ υψηλού, για το «ταινιάκι» μας. Ένας σνομπ, απαίσιος! Ήταν όμως εκπρόσωπος της United Artists για το φιλμ. Φτάσαμε στη Νίκαια και φτάνει το τρένο αγκομαχώντας και πηδάνε από το παράθυρο ο Φούντας και ο Ζαμπέτας τραγουδώντας.

Έγινε χαλασμός στον σταθμό, τρελαίνεται ο κόσμος από ενθουσιασμό. Ήταν και πολύς κόσμος για το Φεστιβάλ στον σταθμό δε. Και γυρνάει ο Ασκαρέλ και λέει, «Τζούλη, έχουμε μια επιτυχία». Εκείνη την ώρα λύγισε και ο Ασκαρέλ. Δεν γινόταν να μην λυγίσει μπροστά στον Ζαμπέτα!

Φύγαμε από τον σταθμό με τον Ζαμπέτα να παίζει μπουζούκι, τη Μελίνα να τραγουδάει και τον κόσμο, τους περαστικούς να χτυπάνε παλαμάκια. Μπήκαμε στο Παλαί Ντε Φεστιβάλ, επάνω ήταν τα θεωρεία, αριστερά καθόταν η κριτική επιτροπή – ήταν ο Σιμενόν τότε πρόεδρος.

Οι θέσεις μας ήταν δίπλα στην κριτική επιτροπή. Και ανοίγει η οθόνη με την Μελίνα να τρέχει, ήταν και σαν γαζέλα, βγάζει το μπλουζάκι της, τα πετάει όλα τα ρούχα ένα – ένα, μένει με το μαγιό και πέφτει στη θάλασσα. Αλλά είναι και η μουσική της εισαγωγής… Είναι το ωραιότερο πράγμα που έχει γράψει ο Χατζιδάκις.

Και συμβαίνει το εξής: σηκώθηκε όρθιο το κοινό κι αρχίζει να χτυπάει παλαμάκια. Εμείς τρέμοντας κοιτάζαμε τον Σιμενόν δίπλα μας.

Όσο κράτησε το φιλμ δεν υπήρξε αλλαγή πλάνου χωρίς χειροκρότημα. Να ουρλιάζουν… Τέτοια απήχηση στο κοινό ήταν η μοναδική φορά που έζησα και άκουσα στη ζωή μου. Δεν το έξω ξανακούσει να έχει ξαναγίνει.

Γι’ αυτό σου είπα βγήκαμε από ‘κει στο φινάλε της προβολής και τη Μελίνα την είχαν βουτήξει και την πήγαιναν στους ώμους και τον Ντασέν επίσης. Και πήγαμε κατευθείαν στο ξενοδοχείο «Αμπασαντόρ» για τη δεξίωση που έδινε κάθε ταινία. Ήταν ένα μικρό ξενοδοχείο γιατί δεν υπήρχαν λεφτά, μακριά από την παραλία, ήταν ψηλά και μακριά από το κέντρο όπου γίνονταν όλα.

Είχε έρθει ο Μόραλης, που το έκανε σαν ταβέρνα μέσα, και η χήρα του Αγά Χαν, η Μπεγκούμ στο πρώτο της πάρτι μετά το πένθος. Φορούσε ένα κορσελέ ρούχο από ταφτά με κάτι φουφούλες και την βούτηξε ο Φούντας και την ανέβασε πάνω σε ένα τραπέζι.

Έσκισε τα πουκάμισα του ο Φούντας και της λέει, στα ελληνικά, «Χτύπα με ρε, το στήθος αυτό είναι δικό σου!» Αυτή τρελάθηκε. Όχι μόνο αυτή, όλος ο κόσμος. Εκεί ακόμα και το πώς θα πεις καλημέρα είναι υπολογισμένο. Οι κινήσεις, όλα είναι υπολογισμένα. Πού αυτό το πράγμα!

Και δώσ’ του αρχίζει και την κουνάει ο Φούντας να χορεύει τσιφτετέλι και έσπασε το τραπέζι! Όλος ο κόσμος είχε τρελαθεί! Το σώσε έγινε!

Τραγουδούσε, θυμάμαι, ο Ζιλμπέρ Μπεκό και του ψιθυρίσαμε να σταματάει το γαλλικό τραγούδι που έλεγε και να λέει τη φράση από «Τα παιδιά του Πειραιά», «… όταν βραδιάζει τραγούδια μ’ αραδιάζει…» και μετά να επιστρέφει στο τραγούδι που έλεγε.

Το έκανε αυτό όλο το βράδυ. Οχτώ το πρωί και όλα τα πάρτι των Κανών, που ήταν σνομπ πάρτι, τελείωναν σε καθορισμένη ώρα, μέχρι και καθορισμένες θέσεις είχαν, είχαν μαζευτεί στο ταβερνείο το δικό μας! Όλοι χόρευαν τσιφτετέλι, από την Μπεγκούμ μέχρι τον Εμπειρικό!

Οι πάντες ήταν εκεί, η Ανίτα Έκμπεργκ… Όλοι… Στις οχτώ το πρωί χόρευαν ακόμη…

Και το τραγούδι το τραγουδούσαν όλοι. Αντηχούσε παντού. Όταν τελείωσε το πάρτι φύγαμε με τα πόδια, με τα τακούνια τα τόσα, φτάσαμε στην Κρουαζέτ και ακούγαμε τον κόσμο να τραγουδάει το «Ποτέ την Κυριακή», όλοι γνώριζαν το τραγούδι.

Το επόμενο πρωί οι Κάνες είχαν αλλάξει ύφος. Όλοι τραγουδούσαν το τραγούδι. Μιλούσαν έτσι. Έκαναν τα πουκάμισα όπως ο Φούντας. Έγινε μια έκρηξη ελληνικού ταμπεραμέντου. Στον χορό, στον τρόπο που κοιτούσαν, που έκαναν κόρτε. Όλα αυτά έγιναν. Χάλασε ο κόσμος.»


ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΜΠΕΤΑΣ

Απόσπασμα από το βιβλίο της Ιωάννας Κλειάσιου «Γιώργος Ζαμπέτας – Βίος και Πολιτεία – Και η βρόχη έπιπτε στρέιτ θρου» Εκδόσεις Ντέφι


«Κι αφού τελειώνουμε όλη την ταινία, έρχεται ο Μερκούρης στο μαγαζί μια μέρα και λέει, ετοιμαστείτε, διαβατήρια και λοιπά, στις 30 Απριλίου φεύγουμε και πάμε για τις Κάννες. Ακούω εγώ κάννες και λέω, πωπω για δόξες πάμε!

Έρχεται τώρα εντολή να φύγουμε για Κάννες και να πάρω μαζί μου και τους χορευτές. Μαζευόμαστε, δε θυμάμαι πόσοι ήμασταν, 50 ,40 ,30;

Πάντως πάνω από 20 άτομα. Καβαλάμε ένα αεροπλάνο, μας κατεβάζει στο Πρίντεζι και από κει παίρνουμε ένα τρένο για τη Ρώμη, από κει άλλο τρένο που μας κατεβάζει στο Μιλάνο κι εκεί ξαναλλάζουμε τρένο και φτάνουμε στο Παρίσι, παίρνουμε ξανά άλλο τρένο.

Οπότε σε μια στιγμή πάω στο Μάνο το Χατζιδάκι, ο οποίος είχε κρεμάσει ο φουκαράς απ’ την ταλαιπωρία και του λέω, ρε Μανόλη, σαν τους πρεζάκηδες στα τρένα έχουμε καταντήσει και βάζει αυτός κάτι γέλια…

Φτάνουμε κάποια στιγμή στις Κάννες και μας περιμένει η Μελίνα με λουλούδια και τον Τζούλη. Αγκαλιές, φιλιά, καλωσορίσατε. Παιδιά, λένε, τα δωμάτιά σας είναι αυτά, πηγαίνετε να ξεκουραστείτε και το βράδυ στην παράσταση.

Είχαμε συμφωνήσει ότι θα έπαιρνε ο καθένας από 100 γαλλικά φράγκα, δηλαδή γύρω στις 600 δραχμές. Όλοι πήρανε, τελικά μόνο εγώ δεν πήρα. Δεν ξέρω, ίσως δεν πήγα να τα πάρω, ίσως ξεχάσανε να μου τα δώσουνε, ίσως…

Το απόγευμα στις 6 η ώρα, πάμε να δούμε την ταινία που προβαλλότανε, φτιαγμένοι όλοι, φρεσκαρισμένοι, στην πένα, καλοκαίρι στις Κάννες, δεν ψοφάγανε βέβαια κι απ’ τη ζέστη. Βλέπουμε την ταινία και μας λένε στις 9 η ώρα όλοι στο ΑΜΠΑΣΑΝΤΕΡ, εκεί θα γινότανε η δεξίωση. Είχανε προσκαλέσει όλο το πρες απ’ όλα τα μέρη του κόσμου, όλους τους ηθοποιούς.

Όλοι οι παράδες, Ωνάσηδες και τέτοιοι κι όσοι επίσημοι διαφόρων κρατών θέλανε να πάρουνε μέρος στη δεξίωση που έκανε η ελληνική ταινία. Βέβαια, μόνοι τους την κάνανε οι άνθρωποι, δε βρέθηκε κι εδώ το κράτος να βοηθήσει. Από τέτοια μεγάλα πράγματα είναι πάντα απόν.

Φεύγοντας από κει, λέω στους άλλους, πωπω ρε παιδιά τι μάπα έργο, τι ήτανε αυτό αδελφάκι μου, πολύ μάπα. Ούτε καν πλησίαζε τα έργα του Ξανθόπουλου με τη Μάρθα Βούρτση, τόσο μάπα, μιλάμε για πολύ ξύλο.

Η ταινία ανατριχιαστική. Πού ’σαι ρε Ξανθόπουλε, φώναζα. Παιδιά, λέω, εδώ θα μας δείρουνε σίγουρα. Βλέπεις όμως ήτανε στη μέση κι η Γιουνάιτεντ Άρτιστ που δούλευε ο Ντασσέν, ήτανε κι αυτός μεγάλη ράτσα, μεγάλη μαφία και έτσι βραβεύτηκε μετά η ταινία.

Αλλά η μουσική τρύπαγε μηνίγγια, σκότωνε. Η μουσική αυτή έγινε ο εθνικός ύμνος όλου του κόσμου. Από τους πρώτους 20 σε πωλήσεις δίσκους όλου του κόσμου έγινε! Πούλησε εκατομμύρια δίσκους. Παντού το τραγουδάγανε. Μέχρι και στην Ουρακοτάνγκα που έχει μόνο πέντε κατοίκους κι αυτούς ανθρωποφάγους, αυτό τραγουδάγανε!

Το βράδυ λοιπόν, όλοι μαζί στο ξενοδοχείο, στη μεγάλη σάλα δεξιωνόμασταν όλους τους μεγιστάνες.

Εμείς στο πόστο μας. Να τους ψυχαγωγήσουμε, να κάνουμε ό,τι μπορούμε για τις καλύτερες εντυπώσεις. Ήμασταν καμιά δεκαπενταριά εκεί στην ορχήστρα, η Άννα η Χρυσάφη, ο Γιώργος ο Κουλαξίζης ακορντεόν, οι Λαβραναίοι -ο ένας τζαζ κι ο άλλος πιάνο- ο Γεράσιμος κι ο Νίκος, ήτανε κι ο Σεϊτανίδης στο μπάσο και άλλοι. Και παίζαμε στη δεξίωση.

Όμως, κατά τις 11 η ώρα, την κοπανάνε όλοι και παίρνουνε δρόμο και φεύγουνε να πάνε δεξιά κι αριστερά. Εγώ το απόγευμα σε μια περατζάδα που έκανα, πήγα για καφεδάκι σ’ ένα καφέ και μπανίζω μια που με γουστάριζε και της δίνω ραντεβού στο Αμπασαντέρ, συνεννογιόμουνα χαρμάνι, ελληνικά, γαλλικά, εγγλέζικα, απ’ όλα.

Είχαν αυτομολήσει όλοι τους απ’ τη δεξίωση και παραλαβαίνω μόνος μου απ’ τις 11.30 και αρχίζω και πλακώνομαι. Μόνος έμεινα στο πάλκο και το γλέντι εκείνη την ώρα άρχιζε. Και τους χρεώνομαι όλους στην πλάτη μου, στις Κάννες, 1 Μαΐου του 1960. Παίζω τα “Παιδιά του Πειραιά” όπως θέλω.

Τα κάνω τσάμικο, τα κάνω καλαματιανό, τα κάνω ζεϊμπέκικο και τσιφτετέλι. Ό,τι λάχει τα ’κανα κι όλοι να χορεύουν. Και πάνω μου όλοι μην τυχόν και τους λακίσω. Πού να λακίσω όμως εγώ! Και να μου ’χουνε πέσει δίπλα μου κάτι μουνάρες, κάτι κωλάρες, δώσε μου και μένα μπάρμπα. Να με φιλάνε από δω, να χουφτώνω από κει, να μου δίνουνε στο στόμα σαμπάνια, να τρέχει άφθονη σαμπάνια…

Η Μελίνα από κάτω στα πόδια μου, με τον Σπύρο και τον Ντασσέν και να με αποθεώνουνε, Ζαμπέτα μου και Ζαμπέτα μου! Κι όλες οι κυρίες, οι μεγάλες οι ηθοποιές εκεί, στα πόδια μου. Δεν ξέρω βέβαια ποια ήταν ποια. Δεν ξέρω αν η Σοφία Λώρεν ήταν η κυρία με τον κύων ή κάποια άλλη. Όλοι οι κροίσοι κι οι πρίγκιπες εκεί! Μέσα κι όλες οι Βουγιουκλάκες κι οι Σαπουντζάκες εκεί. Μέσα κι η Μονρόε, μέσα κι ο Σινάτρα, όλοι οι Αμερικάνοι κι όλοι οι άλλοι. Τρομερά πράματα!

Εγώ σκέτος με το μπουζούκι…

Απ’ την δεξίωση εξαρτιόταν η ταινία.

Συνεχίζω, συνεχίζω ασταμάτητα. Το μάλε βράσε γινότανε κει πέρα. Χορός, χορός συνέχεια και σέικ το έκανα το τραγούδι! Ο Φούντας είχε ξεσκιστεί στο χορό, τούμπες στον αέρα έκανε. Να τρέχουν οι σαμπάνιες και τα κρασιά στο πάτωμα. Και ξαφνικά αρχίζουν και το σπάσιμο. Σπάσιμο πολύ, όλα τα σπάσανε εκεί μέσα.

Έγινε το σώσε, έχει φτάσει η ώρα 7.30 το πρωί κι εγώ να παίζω μόνος μου, με είχε πιάσει και μένα το εθνικό μου, το πατριωτικό μου κι επ’ ουδενί λόγω να κιοτέψω. Το πήρα πατριωτικά, με χτύπησε, πολύ με χτύπησε το πατριωτικό.

Λέω, δεν θα φύγουμε από δω αν δεν πάρουμε το εργαλείο, πούστηδες θα σας πάρω το βραβείο νταηλίκι!

7.30 το πρωί λοιπόν και λέω πια, θέλω να πάρω μιαν ανάσα, τελειώσαμε. Νεκρός, ψόφιος παίρνω το μπουζούκι παραμάσχαλα να πάω να κοιμηθώ λιγάκι, γιατί το μεσημέρι έπρεπε να ήμασταν μαζεμένοι στο ξενοδοχείο να πάρουμε εντολές και να φύγουμε για Αθήνα.

Ανηφορίζω προς το ξενοδοχείο και βλέπω σε ένα περίπτερο όλες τις γαλλικές εφημερίδες και βλέπω ότι μοστράρω σ’ όλες, το μπουζούκι του “Jamais le Dimance”. Μου ’φυγε κι η κούραση, μου φύγανε όλα. Μπράβο ρε Ζαμπέτα, λέω στον εαυτό μου και πήγα και ξάπλωσα ευτυχισμένος.

Τα μαζέψαμε την άλλη μέρα και πήγαμε στο ξενοδοχείο που έμενε η Μελίνα.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχανε να πληρώσουνε ούτε το ξενοδοχείο που μένανε, τέτοιο μπατίρημα απ’ την ταινία και τα δάνεια κι όλα είχανε φαγωθεί. Και φτάνουμε στο ξενοδοχείο τους και το τι γινότανε μέσα δεν περιγράφεται.

Δεν μπορούσες να περάσεις από τους αγοραστές της ταινίας. Ποιος θα την πρωτοπάρει, Γερμανοί, Ιταλοί, Αμερικάνοι, Σοβιετικοί, καρακαράπηδες, όλοι τους, πολύς κόσμος.

Με τη Μελίνα έχουμε κάνει πολύ στενή συνεργασία. Πολύ ωραία, πολύ ωραίος μάγκας…

Αλλά τώρα που έγινε υπουργός τα κάνε κώλο… Δυσαρεστήθηκα απ’ την υπουργοποίησή της και ο λόγος είναι ότι αυτή είναι μια μεγάλη κυρία στον καλλιτεχνικό και πνευματικό χώρο και πήγε και μπερδεύτηκε με κάτι που δεν της ανήκει και δεν της πάει.

Αν γίνεις υπουργός δεν σημαίνει κι ότι αστερίζεσαι. Αυτή ήτανε αστέρας. Αυτή έλαμπε, αλλά απ’ την ώρα που ’γίνε υπουργός και έδωσε στον καθένα το δικαίωμα να την βρίζει όπως γουστάρει κι όπως κάνει κέφι, νομίζω πως αυτό δεν είναι ταιριαστό για τη μεγάλη τη Μελίνα.

Η Μελίνα που ήτανε η πρώτη κυρία, η πρώτη ντίβα σ’ όλη τη σφαίρα, να πάρει τη θέση μιας υπουργού. Δεν της άξιζε αυτό το πράμα.

Τι δουλειά είχε να πάρει μια καρέκλα να κάθεται, μια καρέκλα που τρέμει με δέκα ρίχτερ; Αυτή ήταν η πρώτη διεθνής κυρία και ουδέποτε θα σβήσει η λάμψη της παρόλα αυτά. Τέλος πάντων…»

 

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ YOUFLY.COM ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΚΛΙΚ ΕΔΩ
Ιάσονας Τριανταφυλλίδης
Ιάσονας Τριανταφυλλίδης
Ο Ιάσων Τριανταφυλλίδης, είναι δημοσιογράφος και κριτικός κινηματογράφου και θεάτρου. Έχει γράψει μέχρι τώρα 20 βιβλία με θέμα την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, της νύχτας, του τραγουδιού και του μιούζικαλ και βιογραφικά βιβλία ανθρώπων του ελληνικού σινεμά. Αρθρογραφεί από το 1985 σε εφημερίδες, περιοδικά, έχει κάνει εκπομπές στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση, προσφάτως και στο διαδίκτυο. Έχει επιμεληθεί επανεκδόσεις παλαιού υλικού σε CD, για ανθρώπους όπως η Αλίκη Βιουγιουκλάκη, η Τζένη Βάνου, η Σοφία Βέμπο, η Μαρινέλλα, ο Τόλης Βοσκόπουλος, ο Γιάννης Σπάρτακος, το σύνολο του κινηματογραφικού έργου του Νίκου Μαμαγκάκη, ειδικό αφιέρωμα για την ιστορία του τραγουδιού στο ελληνικό σινεμά κ.α. Στην τηλεόραση έχει κάνει το πρώτο πρωινό του MEGA το Κοκτέιλ, εκπομπές με συνεντεύξεις, αφιερώματα, μονογραφίες, ήταν στην κριτική επιτροπή του «Να η ευκαιρία», σχολιαστής στις ειδήσεις του STAR και μία πολιτική εκπομπή με την Όλγα Τρέμη στο MEGA. Αυτό τον καιρό αρθρογραφεί βέβαια στο youfly.com και στην «Εφημερίδα των Συντακτών». Κάνει καθημερινά εκπομπή στις 15:00 με 16:00 στον Αθήνα 9.84 με τίτλο «Αθήνα, με ακούς;»

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ακολουθηστε μας
65,000ΥποστηρικτέςΚάντε Like
13,090ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
11,546ΑκόλουθοιΑκολουθήστε

ΔΗΜΟΦΙΛΗ