19.3 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024

Βασίλης Αλεξάκης: Της μνήμης τα αποστάγματα

Η μνήμη, ο έρωτας, η επιδραστικότητα της μνήμης του έρωτα… Την ουσία στο έργο του Βασίλη Αλεξάκη, που αποδήμησε σε ηλικία 77 ετών και έζησε 40 παραγωγικά χρόνια μεταξύ Παρισιού και Αθήνας αποτιμά ο Παύλος Ηλ.Αγιαννίδης για το youfly.com.

«Η μνήμη, κύριο όνομα των θλίψεων, ενικού αριθμού, μόνον ενικού αριθμού και άκλιτη. Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη», έγραφε στον «Πληθυντικό αριθμό» της η ποιήτρια Κική Δημουλά.

Σε αυτό ακριβώς συνέκλινε με τον συγγραφέα, σκιτσογράφο και ενίοτε δημοσιογράφο στη γαλλική «Le Monde» – που κινούνταν μεταξύ Παρισιού και Αθήνας – Βασίλη Αλεξάκη. Γι’ αυτό το λόγο, σε μια εποχή που η μνήμη και η διατήρηση (ή και συντήρησή) της δυσκολεύει όλο και πιο πολύ, είναι σημαντικό να μνημονεύσουμε τον συγγραφέα, που αποδήμησε. Για τη σχέση του με τη μνήμη. Που μας την άφησε σχεδόν σαν επιταγή. Και για τις επόμενες γενιές.

Στο εμβληματικό του πολυβραβευμένο και πολυδιαβασμένο, και στη Γαλλία και στην Ελλάδα και αλλού, μυθιστόρημα «Τάλγκο» (το πρώτο που έγραψε στα ελληνικά και κυκλοφόρησε πριν από ακριβώς 39 χρόνια) το έκανε απολύτως σαφές: «Ίσως γι’ αυτό να γράφω, για να επιζήσει κάτι. Για να μην τ’ αρπάξει όλα ο χρόνος. Προσπαθώ κάτι να του κλέψω, έστω μερικές στιγμές. Ό,τι θυμάμαι. Στο τέλος θα μας πάρει ως και τις αναμνήσεις μας. Θα είναι σαν να μην έχουμε ζήσει καν».

Εικόνα του βασίλη αλεξάκη

Η χρήσιμη μνήμη κατά το Βασίλη Αλεξάκη

Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη. Η χρήσιμη μνήμη, κατά το Βασίλη Αλεξάκη. Στο βιβλίο του «Το κλαρινέτο» (Εκδ. Μεταίχμιο, όπως και το «Τάλγκο», που αρχικά είχε κυκλοφορήσει από τον Εξάντα) έγραφε σιβυλλικά ότι εκείνο που δεν διαγράφεται ποτέ από τη μνήμη μας είναι η θάλασσα: «Υπάρχει κάτι που δεν διαγράφεται ποτέ από τη μνήμη μας; – σε ρώτησα. Δεν χρειάστηκε να σκεφτείς πολύ. Η θάλασσα, είπες. Μπορεί κανείς να ξεχάσει τα βουνά, τις κοιλάδες, τα δάση, τα ποτάμια, ακόμη και τους καταρράκτες παρά τον θόρυβο που κάνουν, όχι όμως τη θάλασσα. Περικλείει όλα τα μυστήρια και ξέρει όλα τα παιχνίδια…».

«Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν έναν βωμό στην Ακρόπολη αφιερωμένο στη Λήθη και προσπαθούσαν να διαγράψουν οδυνηρά περιστατικά όπως ήταν η περίοδος της εξουσίας των Τριάκοντα Τυράννων. Εμείς θα έπρεπε να διαγράψουμε τον Εμφύλιο; Την Κατοχή; Τη χούντα; Δεν ξέρω, δεν είμαι σίγουρος. Ίσως είναι χρήσιμες και οι δυσάρεστες μνήμες», εξηγούσε στον Άθω Δημουλά στην «Κ».

Ίσως είναι χρήσιμες και οι δυσάρεστες μνήμες. Οι μνήμες. Και η Αλήθεια; Η Μη Λήθη των αρχαίων; Δεν με απασχολεί να πω την Αλήθεια, έλεγε. Για το έργο του. «Η δουλειά μου είναι να γράφω ιστορίες». Διότι «η δημιουργία ενός παραμυθιού μειώνει την ένταση της πραγματικότητας». Μιας πραγματικότητας που την παρατηρούσε, την περιεργαζόταν, ενίοτε τη σχολίαζε και στη συνέχεια κρατούσε και την ίδια και το… αποτέλεσμά της στη μνήμη. Στη χρήσιμη μνήμη.

Θα μου πείτε αυτό οι παλιοί το έλεγαν «εμπειρία». Κι αυτό σωστό. Πολλές εμπειρίες από την πραγματικότητα της ζωής κατάφερνε να φιλτράρει στην πένα του ο Βασίλης Αλεξάκης. Να τις μεταπλάθει. Να αποδυναμώνει την – καταστροφική συχνά – έντασή της με τους μύθους του. Κρατώντας όμως τη μνήμη εκεί. Ακλόνητη.

εξώφυλλο από το ξαφνικός έρωτας που έγραψε ο βασίλης αλεξάκης

Ο Βασίλης Αλεξάκης ήξερε να κρατάει το πιο γλυκό απόσταγμα από τη μνήμη

Δεν έκρινε. Δεν κατέκρινε. Είχε θέση και σε αυτό. Έλεγε πως του είναι αφόρητο αυτό το «επάγγελμα» του κριτή που το ασκούν όλοι. Και αυτό πολύ πριν ξεχυθούν στα λιβάδια της… άκριτης κριτικής τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Ο Βασίλης Αλεξάκης, στη γραφή του, ήξερε να κρατάει το πιο γλυκό απόσταγμα από αυτή τη μνήμη. «Για να μην τα αρπάξει όλα ο χρόνος». Και σε αυτό το ράφι με τα υπέροχα, τρυφερά, αποστάγματα των μύθων του κρατούσε, πιο αγαπημένα, εκείνα που αφορούσαν έναν άλλον άξονα των μύθων του. Τον Έρωτα.

Τη μνήμη του Έρωτα, που θα μπορούσε να είναι πιο δυνατή και από τον ίδιο τον έρωτα. Πιο πολύτιμη και πιο επιδραστική. Πιο εμβληματική και σημαίνουσα, ακόμη και κόντρα στο σημαινόμενο. Σαφές, ήδη από το πρώιμο έργο του, που τον έκανε γνωστό, το «Τάλγκο» (1982). Που πήρε τον τίτλο του από το υπερταχεία της Βαρκελώνης του βιβλίου. Τρένο που μεταφέρθηκε στη Λισαβόνα στον «Ξαφνικό έρωτα», τον οποίο γέννησε από το βιβλίο η κινηματογραφική τέχνη του Γιώργου Τσεμπερόπουλου, το 1984.

Κρατήστε τις ημερομηνίες. Την εποχή, αν θέλετε. Έχουν σημασία. Είναι ο έρωτας στα χρόνια του ’80, που κατάφερε να τον κάνει εμβληματικό, κατ’ αναλογία του «Έρωτα στα χρόνια της χολέρας» και του νομπελίστα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Και όταν μιλάμε για τον έρωτα, εδώ, εννοούμε πάντα τη μνήμη του. Εννοούμε τον απεγνωσμένο, απραγματοποίητο έρωτα. Που λειτουργεί σαν μικρή αχτίδα, από μια φλόγα που καίγεται και καταναλώνεται πάραυτα, μέσα σε ένα σχεδόν σκοτάδι ζωής. Απέλπιδα.

Σε φωτογραφία ο βασίλης αλεξάκης

Το «Τάλγκο» και ο «Ξαφνικός έρωτας»

Όμως, στο «Τάλγκο» ή τον «Ξαφνικό έρωτα» αυτό το στιγμιαίο, το απελπισμένο, που δεν πραγματώνεται τελικά και μένει μνήμη είναι πιο σημαντικό από την ίδια την ουσία του έρωτα. Και αλλάζει την ζωή όλων των εμπλεκόμενων. Στοιχείο, με το οποίο ο Βασίλης Αλεξάκης εμφορούσε και τα επόμενα έργα του. Είτε έφταναν στο σημαντικό γαλλικό βραβείο Γκονκούρ, είτε σε ελληνικές και διεθνείς διακρίσεις, είτε απλά στον αποδέκτη τους: τον αναγνώστη του.

Αυτή η στιγμή, που τους αλλάζει όλους για πάντα, στο «Τάλγκο» χωράει ακόμη και σε ένα μπουκαλάκι. Να, σαν εκείνα από τα πολύτιμα αποστάγματα μνήμης. Γράφει: «Έκλεισα πίσω μου την πόρτα του διαμερίσματος, ακούμπησα το πακέτο στο τραπέζι, το κοίταξα κάμποση ώρα. Μέσα στο πακέτο βρήκα ένα γυάλινο μπουκαλάκι, σαν αυτά του φαρμακείου, μ’ ένα διαφανές υγρό. Επάνω στο μπουκαλάκι είχες γράψει με σινική μελάνι: Παρισινή Βροχή… Όταν γεράσω και με ρωτούν τι σημαντικό συνέβη στη ζωή μου, αυτό μόνο θα λέω: “Μου έκαναν κάποτε δώρο λίγη βροχή”».

Αυτό, το «μου έκαναν κάποτε δώρο λίγη βροχή» είναι πιο βαθύ, πιο απλό, πιο μεγάλο (που έγραφε και η ποιήτρια Μυρτιώτισσα για το «Σ’ αγαπώ») ακόμη και από την πραγμάτωση, την κατανάλωση, την αρχή και το τέλος του έρωτα.

Μην το βλέπετε σαν κάτι απλό. Θα τολμήσω να σας πω, ως απόδειξη, ότι αυτή ακριβώς η ματιά του Βασίλη Αλεξάκη κατάφερε να επηρεάσει βαθιά, να αγγίξει και, ίσως, να αλλάξει μια ολόκληρη γενιά. Εντάξει, είναι η γενιά μου. Που το ’80 ήταν στη μετεφηβεία. Στα χρόνια του έρωτα, που βιώνεται, συμβιώνεται, τραυματίζεται και τραυματίζει, αλλοτριώνεται και σε αλλάζει. Με έναν τρόπο το «Τάλγκο», όπως και άλλες γραφές του Βασίλη Αλεξάκη έγιναν, σιωπηλά και ταπεινά, μότο και εφαλτήριο ζωής, έρωτα και τρόπου διατήρησης της μνήμης για αυτή τη γενιά.

Σκηνή από το sudden love

Η ταινία που βασίστηκε στο μυθιστόρημα του Βασίλη Αλεξάκη

Ήταν και η ταινία, που πέρα από τα βραβεία ή την τότε εντυπωσιακή παγκόσμια διάχυση του εν λόγω μυθιστορήματος, ενίσχυσε τούτο το σήμα. Ήταν η δουλειά του Γιώργου Τσεμπερόπουλου στη μεγάλη οθόνη, ακόμη και με μεταθέσεις τόπων και χρόνων, που βοήθησε. Ήταν η εμβληματική παρουσία της Μπέτυς Λιβανού. Αν σας ζητήσουν να την θυμηθείτε στη μεγαλύτερη στιγμή της, μάλλον στον «Ξαφνικό έρωτα» θα στραφείτε. Γοητευτική, απόκοσμη, πληγωμένη από το ανεκπλήρωτο του έρωτά της. Σημαδιακή.

Ήταν ακόμη και η ταύτιση της ταινίας, του κλίματος του βιβλίου, με το επίσης εμβληματικό τραγούδι «Ξαφνικός έρωτας», που έγραφε – και με το οποίο έγραψε – ο Σταμάτης Σπανουδάκης. Για τη μεγάλη Ελένη Βιτάλη. Τη Βιτάλη της συγκίνησης, με τη φωνή – ηχείο (μάρτυρες και τα καθηλωτικά τραγούδια που της έγραψε, για το εξαιρετικό άλμπουμ του «Γιορτή στα σπίτια», ο Σταμάτης Κραουνάκης, εν μέσω καραντίνας).

Εκείνο, το τόσο απλό «Έλα λίγο / μόνο για λίγο / ζω και ξαναζώ / κάθε μας στιγμή / σε χώρο μυστικό / καρδιά μου σ’ ανταμώνω…» κατάφερε να κλείσει μέσα του όλο το βάρος του «Τάλγκο». Και εκείνο το «σε χώρο μυστικό / καρδιά μου σ’ ανταμώνω» όλη τη θέση του Βασίλη Αλεξάκη για τη μνήμη των πραγμάτων. Των σημαντικών και σημαινόντων. Εκεί που ζει η ουσία. Αν αυτό δεν μπορεί να είναι επιδραστικό για μια γενιά που έψαχνε δρόμο ανάμεσα στα «Αλλαγή, αλλαγή, λαϊκή συμμετοχή» και τα… Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, δεν ξέρω τι θα μπορούσε να ήταν άλλο. Τότε…

Ο Βασίλης Αλεξάκης δεν έδινε «βαριές», βαθυστόχαστες συνεντεύξεις

Μιλούσε με το ίδιο του το έργο. Απλά και μάλλον ταπεινά. Τον είπαν χαμηλότονο. Τον χαρακτήρισαν κιμπάρη. Αγάπησε τη Γλώσσα. Την τίμησε. Την αγκάλιασε. Πάντα τρυφερά. Όχι άγρια. Όχι επιδεικτικά. Σαν μνήμη κι αυτή από τον τόπο του. Ακόμη κι εκεί, στα ξένα.

Όπως και στο έργο της Κικής Δημουλά, με την οποία ξεκίνησε τούτο το κείμενο, το κυρίαρχο για κείνον ήταν η μνήμη. Οι μνήμες. Τα αποστάγματα ζωής. Και τα παράδοξα.

Α, και ο θάνατος. Ο φόβος του θανάτου. Για κάποιους συγγραφείς κινητήρια δύναμη. Φλογίτσα στο καντήλι τους. Ξόρκι. Σε όλα του τα έργα υπήρχε ένας τουλάχιστον θάνατος. Συνήθως με λεπτομερείς περιγραφές αισθήσεων. Ακόμη και… παραισθήσεων. Σαν ξόρκι. Μόνον στην παιδική ηλικία δεν υπάρχει αυτός ο φόβος, έλεγε. Και πίσω σε εκείνην προσπαθούσε να τρέξει. Να απαλλαγεί από το φόβο.

Τα βιβλία του, «Η μητρική γλώσσα», «Η καρδιά της Μαργαρίτας», «Το κεφάλι της γάτας», το «Πριν», το «Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα», «Τα κορίτσια του Σίτι Μπουμ-Μπουμ» και τόσα άλλα (κυρίως από τις Εκδ. Εξάντας και τις Εκδ. Μίνωας) ή το βραβευμένο με Grand prix du roman de l’Académie Française «μ.Χ.» γράφτηκαν σαν ξόρκια για την επιδραστικότητα των πολύτιμων αποσταγμάτων μνήμης. Αν μπορούσαμε να ρωτήσουμε τον ίδιο (τώρα, που έφυγε πια, στα 77 του), νομίζω θα μας απάνταγε και πάλι, εκείνο που μου είχε πει σε μια συνάντηση: Γράφουμε επειδή σκοτεινιάζει. Κι επειδή φοβόμαστε το σκοτάδι έχουμε ανάγκη παρηγοριάς στους μύθους.

Δείτε επίσης: 

Εάν επιθυμείτε να σχολιάσετε το παραπάνω άρθρο ή οτιδήποτε άλλο στο Youfly, επισκεφτείτε τη σελίδα μας στο Facebook ή στείλτε μας μήνυμα στο Twitter. Για φωτογραφικό υλικό και ιστορίες, μεταβείτε στο Instagram μας.

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του παρόντος άρθρου, χωρίς αναφορά, με ενεργό σύνδεσμο (link) Youfly.com

Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης
Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης
Από τη Γερμανική Σχολή Αθηνών, βρέθηκε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης να σπουδάζει Κτηνιατρική! Ενώ, στο μεταξύ, ξεκίνησε μια δημοσιογραφική πορεία, που κρατάει τέσσερις δεκαετίες, από την ιστορική «Ακρόπολη», με το… νυφικό της Νταϊάνας, στο διεθνές τμήμα της εφημερίδας (λόγω γλωσσών). Νοέμβριο του 1981 ξεκίνησε να εργάζεται στο Γραφείο Βορείου Ελλάδος των εφημερίδων «ΤΑ ΝΕΑ» και «ΤΟ ΒΗΜΑ». Συνεργάστηκε με τον «Ταχυδρόμο» και το «Marie Claire», σε μεγάλες συνεντεύξεις και με το Ραδιόφωνο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης «Ράδιο 105». Αλλά και ως ανταποκριτής της Σουηδικής Ραδιοφωνίας και σε ρεπορτάζ με το «60 Minutes» του αμερικανικού τηλεοπτικού δικτύου CBS. Συμμετείχε στην πρώτη συντακτική ομάδα του περιοδικού «Δίφωνο», με τον «Ιστό» και πέρασε από την ΕΣΗΕΜΘ στην ΕΣΗΕΑ. Όταν, στην Αθήνα πλέον από το 1991, πέρασε στην αρχισυνταξία του Πολιτιστικού Τμήματος της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ», πρώτα υπό τη διεύθυνση του αείμνηστου Λέοντα Β.Καραπαναγιώτη. Εξέδωσε τα βιβλία «Αληθινά παραμύθια», «Με μουσικές εξαίσιες, με φωνές» και τη συλλογή διηγημάτων «Καπετάν Άγρα και Παραμυθίας γωνία». Συνεργάστηκε με τους ραδιοσταθμούς Innersound, Mood Radio και πλέον με το LaVitaRadio και με τον ιστότοπο Protagon.gr και από τον Ιούνιο του 2020 με το πολιτιστικό youfly.com.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ακολουθηστε μας
65,000ΥποστηρικτέςΚάντε Like
13,090ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
11,546ΑκόλουθοιΑκολουθήστε

ΔΗΜΟΦΙΛΗ