21.2 C
Athens
Τετάρτη, 24 Απριλίου, 2024

Έλενα Ακρίτα: «Είτε με αγαπούν πολύ, είτε με μισούν πολύ»

Ας μιλήσουμε για την Αλίκη. Για τάπερ. Για εκείνους που «αγαπούν να μισούν». Για θέατρο. Ακόμη και για τις «Άγριες μέλισσες». Κυρίες και κύριοι, η Έλενα Ακρίτα. Λαλίστατη. Και με το νέο της, ακόμη πιο τολμηρό, βιβλίο επί… του πιεστηρίου 

Γράφει ο Παύλος Ηλ.Αγιαννίδης 

Τις θυμάστε εκείνες τις παλιές επιδείξεις τάπερ; Που άνοιγαν (τα τάπερ) μπροστά στα έκπληκτα μάτια των κυριών αποκαλύπτοντας τη θαυμαστή πολυπλοκότητά τους.  

Κάπως έτσι θα ξεκινήσουμε. Με μια σειρά από τα θαυμαστά «Τάπερ της Αλίκης» της. Που ανοίγουν το ένα μετά το άλλο, αποκαλύπτοντας ενάργεια, πολυπλοκότητα στη σκέψη, σπινθηροβόλο πνεύμα, χιούμορ, μαχητικότητα.  


Η Έλενα Ακρίτα δεν τα έχει κρύψει όλα αυτά, στα τόσα χρόνια της καριέρας, αλλά κυρίως της ζωής της.

Ως δημοσιογράφος, συγγραφέας, ηθοποιός, παρουσιάστρια, ενεργή πολίτης, ακτιβίστρια (όπως η ίδια χαρακτηρίζει τον εαυτό της, στη διάρκεια της κουβέντας μας). Αντιθέτως, τα φοράει παράσημα. Αστραφτερά και ηχηρά. 

Αρχικό θέμα αυτής της κουβέντας θα ήταν «Τα τάπερ της Αλίκης» (Εκδ. Διόπτρα), το τελευταίο της βιβλίο, που βρίσκεται σχεδόν έναν χρόνο τώρα, στην κορυφή των πλέον ευπώλητων και συναγωνίζεται στις ψήφους αναγνωστών για τα Βραβεία Βιβλίου Public 2020. 

Πάνω που τα ανοίξαμε όμως, αυτά τα «τάπερ», ήταν ο ορμητικός, χειμαρρώδης χαρακτήρας πίσω από τα παράσημα, που μας συνεπήρε και τους δύο. 

«Για λόγους ευνόητους, το βιβλίο μου δεν θα πάρει το βραβείο», με αποστόμωσε από την αρχή. Και τελικά εκ των υστέρων αποδείχθηκε λάθος και διαψεύσθηκε από τους αναγνώστες αφού αναδείχθηκε μεγάλη νικήτρια

«Οι αναγνώστες δεν με γουστάρουν. Σαν άνθρωπο. Ή τις ιδέες μου».

Το λέει αυτό η γυναίκα που και η ελάχιστη δημοσίευσή της στα Social Media αποκτά, εν ριπή οφθαλμού, τόσα like / επιβεβαιώσεις, που θα ζήλευαν (και δεν θα έφταναν) και οι πλέον προβεβλημένοι πολιτικοί. Και οι πλέον λαοφιλείς καλλιτέχνες. 

Θα μου πείτε, αυτό είναι δείκτης; Στις μέρες μας, που τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι τα μόνα σχεδόν που βάζουν τη λέξη «κοινωνική» στη δημόσια έκφρασή μας, ναι, και αυτό είναι δείκτης.  

Παρόλα αυτά, η γυναίκα που κάποιοι «αγαπούν να μισούν» (όπως λέει και η ρήση) σπεύδει να μου εξηγήσει: «Σαν χαρακτήρας και σαν ιδιοσυγκρασία δημοσιογραφική δεν είμαι άνθρωπος που κρατάω ίσες αποστάσεις από όλα.

Δεν λειαίνω τις άκρες στα πράγματα. Η σχέση μου με τους αναγνώστες είναι ή του ύψους ή του βάθους. Είτε με αγαπούν πολύ, είτε με μισούν πολύ. Και με μισούν με τρόπο καθαρά σεξιστικό. Και με ταξικό πρόσημο».

Και προβάλλουν πάνω της όποιο στερεότυπο ή σύμπλεγμα έχουν σε σχέση με το φύλο, την ηλικία, την καταγωγή και την αγωγή. 


Το παραδέχεται πάντως: «Τα «Τάπερ», παρά τον πόλεμο που δέχτηκαν το περασμένο καλοκαίρι, δεν μπορούσες πια να τα βρεις στα ράφια. Και συνεχίζουν να έχουν δυναμική και σήμερα». 

Τελικά γιατί θεωρεί ότι αυτό το βιβλίο που γίνεται ένα χρόνο τώρα ανάρπαστο, δεν μπορεί να προτιμηθεί σε βραβεία κοινού; «Δεν μπορούν να μου συγχωρέσουν ότι δεν ακολουθώ τις νόρμες της αστικής καταγωγής μου.

Ότι μένω στη Φιλοθέη, αγαπάω την όπερα, το καλό θέατρο και παράλληλα, βγαίνω στους δρόμους για τον Ζακ Κωστόπουλο ή για τα αιτήματα εκπαίδευσης του απεργού πείνας Βασίλη Δημάκη.

Ή ότι είμαι ακτιβίστρια για τα ζώα. Δεν ξέρει που να με κατατάξει ο κόσμος που λειτουργεί μόνον με κουτάκια. Τους αναστατώνει και τους εξοργίζει αυτό». 

Είναι και η άλλη πλευρά, μου λέει. «Οι αδύναμοι, που με θεωρούν φωνή τους. Οι αόρατοι άνθρωποι. Οι χωρίς φωνή. Μέσα στον κορονοϊό μίλησα για τις σεξεργάτριες. Νόμιζαν ότι έκανα πλάκα. Δεν έκανα, καθόλου. Αυτοί οι άνθρωποι κοντεύουν να πεθάνουν». 

Αταυτοποίητος χαρακτήρας λοιπόν – της λέω. «Αταυτοποίητος, αλλά πλήρως ταυτοποιημένος και τακτοποιημένος στο δικό μου μυαλό. Το να έχω δυο γονείς πολύ σπουδαίους, το να έχω μια καριέρα όχι αμελητέα, όλα αυτά τους μπερδεύουν.

Σου λένε: πώς μπορεί μια γυναίκα των βορείων προαστείων, που αγαπάει την όπερα να βγαίνει στους δρόμους και να διατρανώνει απόψεις; Η συγκεκριμένη γυναίκα και μπορεί και θέλει». 

«Τα τάπερ της Αλίκης», το τελευταίο βιβλίο της, μετά «Το μήλο βγήκε από τον παράδεισο» (2013), «Φόνος 5 αστέρων» (2015), «Το μυστικό της μπλε πολυκατοικίας» (2017), αγαπήθηκε, «όχι μόνον επειδή είχε άρωμα νοσταλγίας για τις δεκαετίες του ’80 και του ΄90, αλλά επειδή έδωσε φωνή στους αόρατους ανθρώπους.

Όπως, «Οι πόρνες της οδού Φυλής». Στα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας, θα πρόσθετα. Στα θύματα του bulling και της ομοφοβίας. «Στις εφηβικές αυτοκτονίες», μου συμπληρώνει. Άλλωστε, το είπε και μόνη της η Έλενα Ακρίτα: δεν συνηθίζει, καθόλου, να λειαίνει τις άκρες. Τις γωνίες. 

Κάπου εδώ έρχεται η είδηση: το επόμενο βιβλίο της Έλενας Ακρίτα, άτιτλο ακόμη, θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο. «Θέμα είναι καταρχάς, ένας βιασμός και όλα όσα αισθάνεται και ο βιαστής και το θύμα. Αυτός είναι ένας μόνον άξονας του βιβλίου.

Ένας άλλος είναι ο έρωτας δύο υπερήλικων ανθρώπων, που δεν δέχεται η κοινωνία να ερωτευθούν. Και όλα αυτά στο Σήμερα. Ίσως είναι ακόμη πιο τολμηρό βιβλίο από τα «Τάπερ». Όμως δεν ξέρω αν θα μπορούσε να περάσει αν δεν προϋπήρχαν «Τα τάπερ της Αλίκης».

Θα ήθελε πολύ να τα δει στο σινεμά, ή στην τηλεόραση, ή στο θέατρο. «Ακόμη και σαν μια λαϊκή όπερα», λέει. «Και, ναι, νομίζω ότι θα την έκανα εγώ τη μεταφορά του βιβλίου, σε όποιο μέσο. Δεν θα μπορούσα να εμπιστευθώ τα «Τάπερ» μου στα ξένα χέρια. Τα λατρεύω. Και λατρεύω και τους ήρωές τους. Τελείωσα το βιβλίο και νόμιζα ότι είμασταν όλοι μαζί στο δωμάτιο». 

Έχει δεχθεί προτάσεις για αυτό που ονειρεύεται, ως μέλλον, για τα «Τάπερ της Αλίκης». «Δεν δέχτηκα κάποια πρόταση που να με ενδιέφερε εμένα. Αυτήν περιμένω. Το να πάρει το βιβλίο και τους ήρωές του, κάποιος που από πριν ξέρω ότι θα τους καταστρέψει, δεν το θέλω». 

Εκείνο που θέλει, που επιθυμεί διακαώς, είναι – μου λέει – να ανοίξουν τα θέατρα. «Εμένα, αυτά μου λείπουν πολύ. Έκλεισαν, σταμάτησαν όλα όσα θεωρούσαμε αυτονόητα. Σαν να τράβηξαν ένα χαλί κάτω από τα πόδια μας και μείναμε στον αέρα». 

Είδε τον «Οιδίποδα», κατά Δημήτρη Καραντζά, στο Βεάκειο. «Δεν ήταν γεμάτο. Όμως, υπάρχουν κάποιοι που κόβουν εισιτήρια και μόνον με το όνομά τους. Άμα τη εμφανίσει επιταγές. Αν ο Γιάννης Οικονομίδης, μετά το ‘Στέλλα, κοιμήσου’, έκανε άλλο έργο, είναι βέβαιο ότι θα γέμιζε.

Για μένα υπάρχει Θέατρο πριν το ‘Στέλλα Κοιμήσου’ και Θέατρο μετά το ‘Στέλλα, Κοιμήσου’». 

«Υπάρχουν -μου λέει- κάποιοι ογκόλιθοι στο νεοελληνικό θέατρο. Ο Ξενόπουλος, που μας πήρε από το κωμειδύλλιο και μας πήγε στο αστικό δράμα. Ο Παντελής Χορν με το Φυντανάκι του. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης με την Αυλή των Θαυμάτων του.

Μετά, προσωπικά, βάζω το Δημήτρη Κεχαΐδη. Και τώρα μιλάω για το Γιάννη Οικονομίδη. Αν και είναι νωρίς. Πρέπει να δούμε και δεύτερο και τρίτο έργο του, για να μπει στην κατηγορία των μεγάλων, που άλλαξαν τη θεατρική πορεία. Άλλαξε το λανγκάζ, τον τρόπο που μιλάνε οι ηθοποιοί.

Αλλά και το υποκριτικό σκέλος. Μπήκαν  στο θέατρο άλλοι ηθοποιοί, που μιλάνε σε μια άλλη γλώσσα. Τα πράγματα αλλάζουν κι όποιος δεν μπορεί να τα ακολουθήσει, ας καθήσει σπίτι του». 

Μου μιλάει και για τις τηλεοπτικές «Άγριες μέλισσες», ως παράδειγμα.

«Εξαιρετικό τόλμημα. Ποιος τους ήξερε πραγματικά όλους αυτούς τους ηθοποιούς, που τόλμησε και πρότεινε κάποιος, με αυτούς να στηθεί ένα δράμα, σε ένα χωριό του ’50. Ως καθημερινή σειρά (που κανείς δεν ξέρει την καθημερινή σειρά, όπως εγώ). Και πέτυχε». 

Τα έχει κάνει όλα και εκείνη. Τι θα ήθελε αλήθεια, που δεν έχει κάνει; «Θα ήθελα να μαγειρεύω», με αποστομώνει ξανά. «Ο άντρας μου (σ.σ.: ο Γιώργος Κυρίτσης) μαγειρεύει πολύ καλά.

Το σπίτι μας είναι ανοιχτό και καλούμε φίλους. Μαζευόμαστε Κυριακές, όπως γινόταν παλιά, σαν οικογένεια. Εγώ είμαι ‎sous-chef. Βοηθός στη μαγειρική. Το παιδί για όλες τις δουλειές (σ.σ.: γελάει). Βρίσκω συνταγές στο Ίντερνετ. Λέω «βάλε λίγο κύμινο». Συνδυάζω. Αυτό». 


Και κοίτα, που μετά τη μαγειρική (ή τα όνειρα περί μαγειρικής), μπήκαν ξανά στο πλάνο τα «Τάπερ». Και η Αλίκη. Όχι η ηρωΐδα του βιβλίου. Όχι. Ηηηη Αλίκη. Η Αλίκη Βουλιουκλάκη. Η κουμπάρα της. Που βάφτισε το γιό της, Παύλο. Και παρεισφρέει – ή μάλλον πρωταγωνιστεί κιόλας, ως πραγματικό πρόσωπο – στα «Τάπερ».  

«Η Αλίκη που περιγράφω, δεν είναι η Αλίκη που εννοούν, αυτοί που την λιβανίζανε. Δεν κάνω αγιογραφία της Αλίκης. Έβαλα το παιδί της βασικής μου ηρωΐδας, που πρώτα είναι καθαρίστρια, έπειτα ταξιθέτρια, να της το βαφτίζει η Αλίκη.

Ποιός θα μπορούσε να το κάνει αυτό, τότε; Μόνον η Αλίκη. Πήγε από μόνη της εκεί η ιστορια. Δεν περνάει μόνον η Αλίκη από το βιβλίο. Περνάνε από το Χαρίλαο Φλωράκη ως το Γιάννη Ρίτσο και το θεατρικό επιχειρηματία Γιώργο Λεμπέση.

Ή η πυρκαγιά στο Θέατρο της Τζένης Καρέζη. Όμως η Αλίκη προβάλλεται, διότι έχει συγγενική σχέση, κατά κάποιον τρόπο, με τις ηρωΐδες. Αυτό που κάνει στο βιβλίο, είναι αυτό το οποίο θα έκανε η Αλίκη που ξέρω. Που αν μια ταξιθέτρια ψιθύριζε στην κουίντα, ήταν ικανή να την ξεσκίσει με τα χέρια της». 

Η Αλίκη Βουγιουκλάκη στα «Τάπερ» είναι, μου λέει, «κι ένας από τους λόγους που δεν ψήνομαι  για να το δώσω να γίνει σινεμά ή θέατρο. Την Αλίκη, ποιός θα την παίξει; Και αυτό με σταματάει. Θέλει πρόσωπο που να έχει λάμψη, να είναι και πολύ καλή ηθοποιός. Αυτό είναι δύσκολο. Οι λαϊκές ηρωΐδες, που έχουν περάσει στο υποσυνείδητο του θεατή, είναι πολύ δύσκολη υπόθεση». 

Και τώρα; Πως κλείνεις, ύστερα από όλα αυτά, τα θαυμαστά; Της Αγίας Παρασκευής, ανήμερα, που θεωρείται ότι μας ανοίγει, θαυματουργά, τα μάτια; 

Το κλείσιμο της κουβέντας μας το σημαίνει η ίδια. Με το σημαινόμενο: «Περιμένω να ανοίξουν τα θέατρα. Ακόμη και με εκείνο το τελετουργικό που έκαναν οι παλιές. ‘Αχ, θα πάμε στο Μουσούρη’, έλεγαν. «Τι να φορέσω;».

Ήταν μια ολόκληρη μέθεξη για τους θεατές εκείνης της εποχής. Έβαζαν τα καλά τους. Πλυμένοι, χτενισμένοι, καθαροί, πήγαιναν για να τιμήσουν εκείνους που ήταν στη σκηνή. Και τους έκαναν την τιμή να βγάλουν την ψυχούλα τους εκεί πάνω.

Ακόμη κι αν δεν ήταν καλό το έργο. Υπάρχει ένα σαβουάρ βιβρ του θεάτρου. Κι έτσι πρέπει να το περιμένουμε να ανοίξει». 

 

Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης
Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης
Από τη Γερμανική Σχολή Αθηνών, βρέθηκε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης να σπουδάζει Κτηνιατρική! Ενώ, στο μεταξύ, ξεκίνησε μια δημοσιογραφική πορεία, που κρατάει τέσσερις δεκαετίες, από την ιστορική «Ακρόπολη», με το… νυφικό της Νταϊάνας, στο διεθνές τμήμα της εφημερίδας (λόγω γλωσσών). Νοέμβριο του 1981 ξεκίνησε να εργάζεται στο Γραφείο Βορείου Ελλάδος των εφημερίδων «ΤΑ ΝΕΑ» και «ΤΟ ΒΗΜΑ». Συνεργάστηκε με τον «Ταχυδρόμο» και το «Marie Claire», σε μεγάλες συνεντεύξεις και με το Ραδιόφωνο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης «Ράδιο 105». Αλλά και ως ανταποκριτής της Σουηδικής Ραδιοφωνίας και σε ρεπορτάζ με το «60 Minutes» του αμερικανικού τηλεοπτικού δικτύου CBS. Συμμετείχε στην πρώτη συντακτική ομάδα του περιοδικού «Δίφωνο», με τον «Ιστό» και πέρασε από την ΕΣΗΕΜΘ στην ΕΣΗΕΑ. Όταν, στην Αθήνα πλέον από το 1991, πέρασε στην αρχισυνταξία του Πολιτιστικού Τμήματος της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ», πρώτα υπό τη διεύθυνση του αείμνηστου Λέοντα Β.Καραπαναγιώτη. Εξέδωσε τα βιβλία «Αληθινά παραμύθια», «Με μουσικές εξαίσιες, με φωνές» και τη συλλογή διηγημάτων «Καπετάν Άγρα και Παραμυθίας γωνία». Συνεργάστηκε με τους ραδιοσταθμούς Innersound, Mood Radio και πλέον με το LaVitaRadio και με τον ιστότοπο Protagon.gr και από τον Ιούνιο του 2020 με το πολιτιστικό youfly.com.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ακολουθηστε μας
65,000ΥποστηρικτέςΚάντε Like
13,090ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
11,546ΑκόλουθοιΑκολουθήστε

ΔΗΜΟΦΙΛΗ