19.3 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024

ΔΕΣΠΟΙΝΑ του Κορτώ: Μια σπαρακτική εξομολόγηση

Ο Δημήτρης Πατώκος γράφει για το βιβλίο του Αύγουστου Κορτώ ΔΕΣΠΟΙΝΑ.

Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;

Σε ποιό νησί του Ωκεανού, σε ποιάν κορφή ερημική;

Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις.

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ  «Οι πόνοι της Παναγίας»

Στον «άχρονο» χρόνο ενός αλλόκοτου Αυγούστου, με τον κορονοϊό να εισβάλει ορμητικά και αδιάκριτα στις ζωές μας, να κατοικεί στα μαυρισμένα σώματα, να ελλοχεύει στις χειραψίες μας, να ταξιδεύει πρώτη θέση σε αεροπλάνα και πλοία, να πληγώνει τον αυθορμητισμό και τις συναναστροφές μας, οι μοναχικές αναγνώσεις βιβλίων που υπομονετικά μας περίμεναν έπειτα από έναν φρενήρη χειμώνα, αποκτούν άλλη διάσταση…  Διαστέλλουν τον προσωπικό μας χρόνο.

Βιβλία ευπώλητα,  απαιτητικά, φιλοσοφικά, ιστορικά, ερωτικά ή αστυνομικά αφήνουν άλλοτε ισχνό, άλλοτε βαθύ το αποτύπωμα τους… κι ενίοτε αυτό φαίνεται τόσο ισχυρό που δύναται να προκαλέσει κραδασμούς συναισθηματικούς! Και τότε, όσο παραμένει νωπό, νιώθεις την ανάγκη ακόμα και να γράψεις για τα βιβλία αυτά!

Ο Αύγουστος Κορτώ αποτελεί  μια άκρως ενδιαφέρουσα περίπτωση των νεοελληνικών μας γραμμάτων!

Νέος, πολυγραφότατος, σπανίως αλλά σκοπίμως εμμονικός, μας έχει χαρίσει στο παρελθόν ορισμένα πολύ αξιόλογα μυθιστορήματα! Χωρίς να έχω -το ομολογώ- διατρέξει το σύνολο της λογοτεχνικής του παραγωγής, θα αναφέρω ενδεικτικά τα αυτοβιογραφικά «Το βιβλίο της Κατερίνας» και το «Μικρό χρονικό τρέλας», το ευφάνταστο και συναρπαστικό «Δεκαέξι», τον τολμηρό και πρωτότυπο «Δαιμονιστή», το μεταφυσικό «Επειδή είναι η καρδιά μου», και φυσικά τον πρόσφατο θεατρικού χαρακτήρα μονόλογο της «Ρένας», μιας πόρνης στο πρώτο μισό του περασμένου αιώνα… Στα περισσότερα, ήταν εμφανές ένα σπάνιο συγγραφικό τάλαντο που σταδιακά ωρίμαζε μέσα από μια συστηματική αλλά και επίπονη άσκηση γραφής!

Η «Δέσποινα», το φετινό του πεζογράφημα, σηματοδοτεί οριστικά και αμετάκλητα το πέρασμα του Κορτώ σε μια λογοτεχνία αξιώσεων και υψηλών προσδοκιών για το απώτερο μέλλον!

Δεν είναι σύνηθες το εγχείρημα άνδρας συγγραφέας να υιοθετεί τόσο πειστικά γυναικεία πρωτοπρόσωπη αφηγηματική φωνή! Στο παρελθόν, το έπραξε συγκλονιστικά ο Κώστας Ταχτσής στο «Τρίτο στεφάνι», με ηρωίδες την αλησμόνητη Νίνα και την κυρά Εκάβη με τις παράλληλες χειμαρρώδεις αφηγήσεις τους, σε ένα από τα πλέον εμβληματικά μυθιστορήματα του 20ου αιώνα, αλλά και ο Γιώργος Χρονάς με την «Γυναίκα της Πάτρας». Το επιτυγχάνει κι ο Κορτώ με περισσή έμπνευση και τα άρτια εκφραστικά του μέσα σε πλήρη άνθιση και ετοιμότητα! Η «Δέσποινα» συνιστά τον σπαρακτικό μονόλογο μιας μάνας, που ξεδιπλώνει συναισθήματα, στοχάζεται με εκπλήσσουσα αφέλεια και αναθυμάται γεγονότα του ταραγμένου της βίου! Στο επίκεντρο της εξομολόγησης, ο πρόωρα χαμένος της γιος, θύμα της απριλιανής φασιστικής βίας! Στο φόντο, λανθάνει διακριτικά  η νεότερη ιστορία μας…

Κομβικό το ερώτημα, στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, συνέχει και εν πολλοίς ερμηνεύει την εξομολόγηση : «Κι αν η Παναγία ήταν Ελληνίδα μάνα;»… Από κει και πέρα, ο υποψιασμένος αναγνώστης αντιλαμβάνεται τις εμφανείς αναλογίες, νοηματοδοτεί τα συμβάντα και προβαίνει στις δικές του αναγωγές και ερμηνείες.

Από το αρχέτυπο της Παναγίας που θρηνεί τον χαμένο της γιο, τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με την οδύνη μιας Μάνας που θάβει το παιδί της! Η Δέσποινα, σε κάθε σελίδα του βιβλίου αυτού, από τα μύχια της ψυχής της, απελευθερώνει τον σπαραγμό αυτό και αναγορεύεται, παρά την απλοϊκότητα της, σε σύμβολο καθάριο! Με την έννοια που αποδίδεται στο πλατωνικό Συμπόσιο:
«έκαστος ουν ημών εστίν ανθρώπου ξύμβολον» (= ο καθένας από εμάς είναι ανθρώπου σύμβολο).

Όλα εδώ, σε εμφανές αλλά και βαθύτερο επίπεδο, λειτουργούν αλληγορικά:

Η μαρτυρική μάνα (Δέσποινα – Παναγία), ο επαναστάτης, ασυμβίβαστος και οραματιστής γιος (Χρήστος-Χριστός), η ηρωική του πράξη και ο άδικος χαμός του στα 33 του χρόνια (όσα και τα έτη του Ιησού), ο θετός πατέρας (Σήφης-Ιωσήφ) που θα αναλάβει τον πατρικό ρόλο και θα αγαπήσει το παιδί σαν δικό του, ο επιστήθιος φίλος (Πέτρος) που θα απαρνηθεί τον Χρήστο –πριν αλέκτορα φωνήσαι– στην κρίσιμη στιγμή της σύλληψής του και θα «επιστρέψει» αργότερα μετανιωμένος, η αγαπημένη του (Μάγδα-Μαγδαληνή) και ο αμφιλεγόμενος ρόλος της στη ζωή του… Η πλοκή εξελίσσεται σε δυο παράλληλα επίπεδα, αυτό του μοναχικού παρόντος της Δέσποινας και των αλλεπάλληλων αναδρομών στο παρελθόν της.  («… τα βράδια, ακούγοντας τις σιγανές ανάσες του άντρα και του γιου μου, στο νου μου ερχόταν η Παναγία η Βραχοπηγιώτισσα, ώρες μετά το μεσονύχτι των Χριστουγέννων, όταν, με το κερί στο χέρι, ακούγαμε τον παπα-Φώτη να λέει την ίδια ιστορία – το ταξίδι του Ιωσήφ και της Παρθένου ως τη Βηθλεέμ, τη Θεία Γέννηση στη φάτνη, τους αγγέλους και τους Μάγους με τα δώρα. Έτσι κι εμείς, μονολογούσα καθώς βούλιαζα στον ύπνο. Έπρεπε να περάσουν χρόνια μέχρι να σκεφτώ ότι ο γιος μου κι εγώ είχαμε γεννηθεί τις μέρες του θανάτου…»).

Στα ζοφερά χρόνια της δικτατορίας, ο Χρήστος θα λάβει μέρος σε μια από τις αλήστου μνήμης εορτές εθνικοφροσύνης, στο Καλλιμάρμαρο στάδιο, για να επιχειρήσει μια πράξη παράτολμη, υπέρτατης αντίστασης και θυσίας ενάντια  στο δικτατορικό καθεστώς, παρούσης της αηδούς τριανδρίας των Παπαδόπουλου, Παττακού και Μακαρέζου! Θα συλληφθεί πάραυτα και θα «σταυρωθεί» από τους βασανιστές της Χούντας! Η εκτέλεση του θα τον καταστήσει αυτοδικαίως ίνδαλμα, αληθινό θρύλο! Ωστόσο, το γεγονός αυτό δε φαίνεται να καταπραΰνει τον καημό της μάνας, που δεν παρηγορείται ούτε από τη λατρεία του κόσμου ούτε από το βουνό από λουλούδια που σκεπάζουν το μνήμα του. Η Δέσποινα θέλει πίσω το σπλάχνο της, χωρίς δόξες και τιμές! «…ως και τα πλήθη που τον έχουν κάνει ήρωα, και ξεφτίζουν λέγε-λέγε τ’ όνομά του, και γεμίζουν το μνήμα του λουλούδια λες κι είναι κτήμα τους, λες και δεν τον γέννησε μάνα, αλλά η τυφλή λατρεία τους. Τραβάτε παρακεί, στον Παναγούλη! θέλω να τους φωνάξω. Ένας ήρωας δε σας φτάνει; Αφήστε το παιδί μου ήσυχο! Ίσως γι’ αυτό δεν έρχεται μήτε στα όνειρά μου…»

Το μόνο καταφύγιο στον πόνο της είναι η καταβύθιση στο παρελθόν, στη ζεστασιά και την ασφάλεια του οποίου καταφεύγει για να πάρει κουράγιο, να αποτιμήσει σφάλματα και παλιές αμαρτίες, να αναπολήσει όμορφες στιγμές, να συνειδητοποιήσει τις αλήθειες της ζωής της, μέσα στην ανείπωτη μοναξιά της.  «…Εγώ είχα βάλει φρέσκο λουμίνι στο καντήλι κι έψαχνα τα σπίρτα, και δεν έδινα και πολλή βάση. Τι πράγμα η Παρθένος; ρώτησα.

-Ως μήτηρ Θεού, είναι ο μοναδικός άνθρωπος που βρίσκεται από τώρα στον Παράδεισο. Γύρισα το κεφάλι απορημένη. Μόνη της;

-Μόνη της.

-Κατάμονη;

-Άλλος κανείς

Κι άξαφνα τα μάτια μου βουρκώσανε, γιατί σκέφτηκα τη δόλια την Παναγία, που τόσα πέρασε, που έχασε κι αυτή το σπλάχνο της, να κάθεται ολομόναχη χίλια και δυο χιλιάδες χρόνια, και να μην ακούει φωνή ανθρώπου – τι κι αν βρισκόταν στον Παράδεισο; Δεν έχει χειρότερη κόλαση απ’ την ερημιά…»

Οι αναδρομές στο παρελθόν της, μας οδηγούν στα πρώτα της χρόνια, σε κάποιο ακριτικό χωριό, «κομμουνιστοχώρι» όπως το χαρακτηρίζει, που θα αφανιστεί πληρώνοντας βαρύ φόρο αίματος στα μετέπειτα χρόνια του εμφυλίου.

Τα παιδικά της χρόνια κατά τη δεκαετία του ‘20, η σκιαγράφηση της κλειστής κοινωνίας με τα πρωτόγονα ήθη γεμίζουν σπάνιες πλέον σελίδες γνήσιας ηθογραφίας, που ανακαλούν στη μνήμη τις συναισθηματικές αποχρώσεις ενός Γεώργιου Βιζυηνού ή τις δραματικές συγκρούσεις ενός Θανάση Βαλτινού. Οι ηλικιωμένοι, για την εποχή εκείνη, γονείς (κυρ-Γιακείμης – Ιωακείμ και Άννα), επειδή είχαν πιστέψει ότι θα έμεναν άκληροι, εκδηλώνουν ανοιχτόκαρδα όλη τους την αδυναμία στην κόρη τους. Οι αγρότες, η άγονη γη, το μονοθέσιο σχολείο, ο παπάς και ο δάσκαλος, τα άγρια παιχνίδια των αγοριών, τα πρώτα ανεξήγητα ερωτικά σκιρτήματα ζωγραφίζουν πειστικά το επαρχιακό τοπίο. Στα άγουρα νεανικά της χρόνια, η Δέσποινα θα «συλλάβει» τον μονάκριβο Χρήστο της, μέσα από μια ανομολόγητη συνεύρεση με ένα πλάσμα απόκοσμο, γεμάτο καλοσύνη και αθωότητα, χωρίς συναίσθηση της πραγματικότητας, τον τρελό του χωριού ή άγγελο εξ ουρανού σε μια από τις πιο παράξενες και ενδιαφέρουσες ερωτικές σκηνές της εγχώριας λογοτεχνίας των τελευταίων χρόνων.  Η συνακόλουθη, άνευ νομίμου πατρός εγκυμοσύνη θα οδηγήσει την Δέσποινα εσπευσμένα στην Αθήνα του Μεσοπολέμου, στο ρόλο της ψυχοκόρης σε μια ευκατάστατη οικογένεια. Η επαφή της με τον πολιτισμό, στο ευρύχωρο αρχοντικό, οι προπολεμικές εικόνες και η ραγδαία αστικοποίηση δένονται οργανικά με μια απρόσκοπτη και απολαυστική αφήγηση ως αναπόσπαστα κομμάτια της και όχι ως βεβιασμένο ντεκόρ. Θα ακολουθήσουν τα μαύρα χρόνια της Κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Στην μεταπολεμική Αθήνα, η ψυχοκόρη θα γίνει κυρία στο αρχοντικό σπίτι της Δεξαμενής, θα μεγαλώνει το παιδί της δίχως καμία προσπάθεια να αποφύγει την εξιδανίκευση και την απερίγραπτη λατρεία της στο πρόσωπο του παιδιού της. Ο μοναχογιός της, ένα παιδί ατίθασο, άφοβο μα και ευαίσθητο, ξεχωρίζει αμέσως με την ευφράδεια και την ευφυΐα του. Είναι γεννημένος για αρχηγός! Γοητεύει τους ανθρώπους με τις ιστορίες του. Όλα τα παιδιά τον πιστεύουν και τον ακολουθούν πιστά. «… γιατί από τότε κιόλας ήταν αρχηγός: τα πιτσιρίκια σώπαιναν όταν τους μιλούσε κι ακολουθούσαν πιστά ό,τι τους έλεγε, είτε πολεμούσαν με τα στρατιωτάκια, είτε ζωγραφίζανε, είτε παίζανε αγαλματάκια ακούνητα…».

Όλα αυτά δοσμένα μέσα από σελίδες μιας πηγαίας εξομολόγησης ενός καταιγισμού αναφορών και γεγονότων που διαδέχονται αβίαστα το ένα το άλλο, μιας πυκνής και ρέουσας αφήγησης, με ένα στέρεο ψυχολογικό υπόβαθρο της γυναίκας που έχει βιώσει τον μαρτυρικό πόνο κι όμως μπορεί ακόμα και στέκεται όρθια χάρη στις αναμνήσεις της. («το ανεκπλήρωτο όνειρό μου γύριζε και τύλιγε τον Χρήστο κι όπως κάθε μάνα, τον φανταζόμουν μεγάλο και τρανό: γιατρό, επιστήμονα, καθηγητή, πρωθυπουργό. Να με σταματούν στο δρόμο, μεσόκοπη, ασπρισμένη, και να με παινεύουν για τον γιο μου, να μιλούν στα σχολεία, να γράφουν στις εφημερίδες και στις εγκυκλοπαίδειες, να λένε το όνομά του σε χίλιες γλώσσες, με θαυμασμό, με φθόνο, με κατάνυξη. Ο Χρήστος Νερατζάκης, γιος της Δέσποινας. Σκατά, σκατά. Να ζούσε κι ας μην τον ήξερε ούτε ο περιπτεράς.. »).

Στις τελευταίες σελίδες, μια απρόσμενη παρουσία, ένας απροσδόκητος επισκέπτης, με τις αποκαλύψεις του, θα κλονίσει βεβαιότητες, θα ανατρέψει τα δεδομένα και θα ανοίξει μια χαραμάδα, μια αισιόδοξη προοπτική προς στο φως, που λειτουργεί ως άφευκτη νομοτέλεια στη ζωή…

Με την «Δέσποινα», ο Αύγουστος Κορτώ παρέδωσε στα νεοελληνικά μας γράμματα ένα έργο που δύναται να θεωρηθεί κλασικό από την πρώτη κιόλας περίοδο της δημοσίευσης του! Και ως τέτοιο θα εγγραφεί στην συλλογική μας συνείδηση, καθώς βάζει πλώρη για την καθιέρωσή του στο πλαίσιο μίας λογοτεχνίας υψηλών απαιτήσεων! Ας διακινδυνεύσουμε την πρόβλεψη αυτή! Αξίζει τον κόπο…

ΔΕΣΠΟΙΝΑ Κορτώ

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ YOUFLY.COM ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΚΛΙΚ ΕΔΩ.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ακολουθηστε μας
65,000ΥποστηρικτέςΚάντε Like
13,090ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
11,546ΑκόλουθοιΑκολουθήστε

ΔΗΜΟΦΙΛΗ